Δεν είμαι διαβητικός. Ούτε καν έχω υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα μου. Οπότε μπορώ να τρώω ό,τι γλυκά θέλω. Θέλεις ένα σοκολατάκι χωρίς ζάχαρη, με ρώτησε η γιαγιά μου τις προάλλες. Ναι αμέ, απάντησα χωρίς δισταγμό. Δεν είναι πολύ γλυκό, πρόσθεσε αμέσως, με μια υποψία φροντίδας στη φωνή της. Το ίδιο ίσως μου έλεγε και πολλά χρόνια πριν, για να τονίσει ότι η περιορισμένη γλυκύτητα των κερασμάτων της δεν αποτελούσε κίνδυνο για τα δόντια μου.
Τα ίδια σκέφτομαι κάθε φορά που διαβάζω βιβλία σαν αυτό του Μάριο Βάργκας Λιόσα με τίτλο Επιστολές σ' ένα νέο συγγραφέα. Η πρώτη γνωριμία έγινε – πώς άλλιως! – με τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή και συνεχίστηκε ποικιλοτρόπως, μέχρι να καταλήξει προσφάτως στο κείμενο του Λιόσα. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σε τέτοια βιβλία είναι η ικανότητά τους να εξαντλούν όλα τα αποθέματα διδακτισμού τους, στα πολύ στενά όρια του τίτλου τους! Αντιθέτως, βιβλία με τίτλους “Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα”, “Η ποίηση σε δέκα απλά βήματα”, “Γράψε το επόμενο μπεστ-σέλερ” έχουν ήδη δηλητηριάσει το περιεχόμενό τους ως το οπισθόφυλλο.
Αν μη τι άλλο, είναι συναρπαστικό να μαθαίνεις πώς ο κάθε συγγραφέας αντιλαμβάνεται την τέχνη του, τι εργαλεία χρησιμοποιεί, ποια βιβλία έχει ως οδηγούς στην συγγραφική του πορεία – δεν είναι λογοτεχνία, είναι σαν λογοτεχνία, όπως και τα γλυκά για διαβητικούς. Θα γλυκαθείς όπως και να' χει! Μια παρομοίωση που αρέσκομαι να χρησιμοποιώ συχνά και έχει εφαρμογή εδώ (όπως και σε πολλές πτυχές της ζωής), είναι το σκάκι. Φανταστείτε μία παρτίδα μεταξύ δύο σπουδαίων σκακιστών. Τα αρχάρια βλέμματα που την παρακολουθούν συνήθως αιχμαλωτίζονται από τις αιχμαλωσίες των κομματιών, τις απειλές ενάντια στο βασιλιά ή τις μεγαλοπρεπείς κινήσεις της βασίλισσας. Κάποιοι πιο υποψιασμένοι, ίσως καγχάζουν μαζί με τους αδαείς αλλά δεν υποτιμούν, τις αλλόκοτες και δυσκοίλιες κινήσεις των ίππων. Υπάρχουν εκείνοι που εκτιμούν την ομορφιά μιας θέσης, την αναγκαιότητα μιας θυσίας, την ευλυγισία ενός τακτικού ελιγμού. Οι σκακιστές όμως σκέφτονται κάτι διαφορετικό που δεν μπορούν να μαντέψουν οι θεατές. Ανάλογα με την αντιληπτική του ικανότητα, ο καθένας απολαμβάνει την ομορφιά μιας σκακιστικής παρτίδας, όταν όμως πρέπει να την ενορχηστρώσει, μοιραία θυσιάζει ένα μέρος της ομορφιάς που θα απολάμβανε, αν απλώς την παρακολουθούσε.
Ο Λιόσα εντοπίζει την προέλευση της πρώιμης προδιάθεσής μας να επινοούμε πλάσματα και ιστορίες, που αποτελούν το σημείο εκκίνησης των συγγραφέων, στην επαναστατικότητα. Είμαι πεπεισμένος ότι όποιος αφήνεται να στοχάζεται διαφορετικές ζωές από εκείνη που ζει στην πραγματικότητα εκδηλώνει με αυτόν τον έμμεσο τρόπο την απόρριψη και την κριτική του στάση προς τη ζωή όπως είναι, προς τον πραγματικό κόσμο, και την επιθυμία του να τον αντικαταστήσει με εκείνους που κατασκευάζει με τη φαντασία και τις επιθυμίες του. Γιατί ν' αφιερώσει τον χρόνο του σε κάτι τόσο φευγαλέο και χιμαιρικό – στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας – όποιος είναι εσωτερικά ευχαριστημένος με την πραγματική πραγματικότητα, με τη ζωή έτσι όπως τη ζει; Όμως το διακύβευμα μιας τέτοιας επαναστατικότητας είναι ήδη πολύ μεγάλο. Το παιχνίδι της λογοτεχνίας δεν είναι αθώο. Προϊόν εσωτερικής δυσαρέσκειας για την πραγματική ζωή, η μυθοπλασία αποτελεί με τη σειρά της πηγή ενόχλησης και δυσαρέσκειας. Γιατί όποιος μέσα από την ανάγνωση ζει έναν μεγάλο μύθο επιστρέφει στην πραγματική ζωή με την ευαισθησία του απέναντι στα όρια και τις ατέλειές της πολύ πιο οξυμένη, καθώς έχει μάθει από την μεγαλειώδη εκείνη φαντασία ότι ο πραγματικός κόσμος, η ζωή που ζει, είναι απείρως μετριότερη από τη ζωή που επινοούν οι μυθιστοριογράφοι.
Η μικρότερη σε έκταση επιστολή του βιβλίου είναι εκείνη που τιτλοφορείται “Η δύναμη της πειθούς”, όμως εξαιτίας της επανειλημμένης επισήμανσης σε όλο το υπόλοιπο κείμενο, πείθεσαι και συ ο ίδιος ότι τελικά είναι το πιο απαραίτητο κομμάτι της μυθιστορηματικής τέχνης. Για να προικίσεις ένα μυθιστόρημα με δύναμη πειθούς, είναι απαραίτητο ν' αφηγηθείς την ιστορία με τρόπο που να επωφελείται στο μέγιστο από τα εσωτερικά βιώματα στην ιστορία και τα πρόσωπα και να κατορθώσεις να μεταδώσεις στον αναγνώστη μια ψευδαίσθηση για την αυτονομία του σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο στον οποίο βρίσκεται αυτός που την διαβάζει. Η δύναμη της πειθούς ενός μυθιστορήματος είναι μεγαλύτερη όσο πιο ανεξάρτητο και κυρίαρχο μας φαίνεται, όταν ό, τι συμβαίνει σ' αυτό μας δίνει την αίσθηση πως συμβαίνει σε σχέση με εσωτερικούς μηχανισμούς του μύθου και όχι εξαιτίας της αυθαίρετης επιβολής μιας εξωτερικής βούλησης. Όταν ένα μυθιστόρημα μας δίνει την εντύπωση της αυτάρκειας, της χειραφέτησης από την πραγματική πραγματικότητα, της συγκράτησης όλων όσα χρειάζεται για να υπάρξει, έχει επιτύχει την μέγιστη δυνατότητα πειθούς. Τότε κατορθώνει να μαγέψει τους αναγνώστες και να τους κάνει να πιστέψουν αυτό που τους εξιστορεί, κάτι που τα καλά, τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν φαίνεται να μας το εξιστορούν, επειδή χάρη στην πειστικότητα που διαθέτουν μας κάνουν μάλλον να το ζούμε, να το μοιραζόμαστε.
Το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών, καταλαμβάνει μια λεπτομερής ανάλυση των τεχνικών ενός μυθιστοριογράφου – ύφος, αφηγητές, χώρος, χρόνος, επίπεδο της πραγματικότητας, μετακινήσεις και ποιοτικά άλματα, κρυφά στοιχεία, κ.α. – τα οποία σου διαφεύγουν υποσυνείδητα κατά τη διάρκεια μιας ανάγνωσης και συχνά πυκνά, δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις με σιγουριά ένα μέρος αυτών. Για να αποτελειώσω την παρομοίωση με το σκάκι, είναι σαν ένας μέτρ του σκακιού να σου αποκαλύπτει τα μυστικά του, λίγο πολύ κοινά ανάμεσα στους σπουδαίους σκακιστές, αλλά ταυτόχρονα, και εντελώς μοναδικά που λειτουργούν μόνο στα δικά του χέρια.
Η μυθοπλασία είναι ένα ψέμα που αποκρύπτει μια βαθιά αλήθεια, υποστηρίζει ο Λιόσα. Το γραπτό μέρος κάθε μυθιστορήματος είναι ένα μόνο τμήμα ή απόσπασμά της ιστορίας που αφηγείται: η πλήρως ανεπτυγμένη μορφή, με τη συσσώρευση όλων ανεξαιρέτως των υλικών – σκέψεων, χειρονομιών, αντικειμένων, πολιτισμικών συνισταμένων, ιστορικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών υλικών κ.λπ. που προϋποθέτει και περιέχει ολόκληρη η ιστορία – καλύπτει ένα υλικό απείρως πιο ευρύ από το ρητό υλικό του κειμένου, και κανένας μυθιστοριογράφος, ούτε ο πιο πληθωρικός και αφειδής και με τη μικρότερη αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας, δε θα ήταν σε θέση να επεκταθεί, να μακρηγορήσει τόσο στο κείμενό του. Λέτε να είναι αυτή;
"Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα", Μάριο Βάργκας Λιόσα, μετ.Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ.196
Υ.Γ 42 Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ. Είμαι διαβητική ινσουλινοεξαρτώμενη και ανάμεσα σε ένα σουβλάκι και μια σοκολατίνα θα διάλεγα πάντα το σουβλάκι!
Υ.Γ.42-2 Αυτό το κείμενο θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ. Γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο του Λιόσα είναι για μένα μια συνεχής ανάγκη, όλο ξαναγυρίζω και διαβάζω κομμάτια του.
Ενδιαφέρουσα αναφορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο δεν το έχω διαβάσει.Αν κατάλαβα σωστά ασχολείται με την ΤΕΧΝΙΚΗ και μάλιστα του μυθιστορήματος μόνο.Είναι έτσι?
Του Ρίλκε είναι από τα πλέον αγαπημένα γιατί είναι κατάθεση ψυχής για την ΤΕΧΝΗ με κέντρο την ποίηση και όχι την τεχνική.Άρα μάλλον τα χωρίζει βαθύτατο χάσμα.
Καλημέρα Λύσιππε,
Διαγραφήναι, ο Λιόσα ασχολείται αποκλειστικά με τους μυθιστοριογράφους και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται τις τεχνικές του μυθιστορήματος. Όμως, οι τεχνικές πάντα φανερώνουν πολλά ίχνη και για την ίδια την τέχνη (ειδικά όταν τις αναλύει ένας σπουδαίος συγγραφέας). Και μη νομίζεις ότι υπολείπεται σε κατάθεση ψυχής από εκείνο του Ρίλκε.
Το βιβλίο του Ρίλκε έχει ως κέντρο την ποίηση γιατί είναι ο ίδιος ποιητής! Εξάλλου, αν είχε γραφτεί δίνοντας έμφαση στις τεχνικές της ποίησης, θα είχε καταδικαστεί μόνο του σε αφάνεια, δε νομίζεις; Είναι το αιώνιο κλισέ, ότι η ποίηση δεν μαθαίνεται παρά μάλλον βιώνεται.
Η σύνδεση που έκανα με το κείμενο του Ρίλκε, αφορά μόνο στην μορφή με την οποία είναι γραμμένο - μερικές επιστολές που κοινωνούν ένα μέρος των μυστικών της τέχνης του συγγραφέα τους. Πιστεύω ότι όποιος ξεκινά την περιπέτεια της ανάγνωσης, το πρώτο βιβλίο τέτοιου είδους που θα συναντήσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα είναι το διάσημο βιβλίο του Ρίλκε.