Ο Γατόπαρδος είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Κυκλοφόρησε λίγο μετά το θάνατό του, κι έτσι ο συγγραφέας του και μεγάλος εραστής της λογοτεχνίας, δεν μπόρεσε ποτέ να απολαύσει την τεράστια εμπορική του επιτυχία, δεν είδε το έργο του να περιλαμβάνεται στα καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Παρ’ όλα αυτά, ο Γατόπαρδος συνεχίζει να διαβάζεται σχεδόν 70 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση με τον ίδιο ενθουσιασμό από αναγνώστες σε όλη την οικουμένη. Κι αυτό γιατί μιλάει για μια μεταιχμιακή εποχή, για έναν κόσμο που χάνεται, εκφράζει μια εντελώς αιρετική πολιτική άποψη κι έχει για πρωταγωνιστή έναν από τους γοητευτικότερους Πρίγκηπες της λογοτεχνίας.
Ο Ντον Φαμπρίτσιο Πρίγκηπας ντι Σαλίνα είναι ένας γίγαντας στην όψη, πάτερ φαμίλιας, που διοικεί τη μεγάλη οικογένειά του και την μεγάλη οικογενειακή περιουσία του με χαλαρότητα και ευγένεια. Ζουν σε ένα εκπληκτικό παλάτσο στη Σικελία, κι όλα φαίνονται να κυλούν ανάμεσα σε πληκτικούς χορούς και υπηρέτες ώσπου η επανάσταση του Γκαριμπάλντι να ενώσει- σχεδόν σε μια στιγμή- όλη την Ιταλία. Ο Σαλίνα, αν και είναι οξυδερκέστατος πολιτικός παρατηρητής και συνειδητοποιεί την αλλαγή της εποχής, δεν θέλει να προσαρμοστεί, πιστεύει πως δεν υπάρχει σωτηρία για τη Σικελία.
"Ο Σικελοί δεν θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν οτι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία τους είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή τους. Κάθε παρέμβαση ξένου εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής του, ή Σικελού εξαιτίας της ελεύθερης σκέψης του, διαταράσσει την φαντασίωση της κεκτημένης τελειότητας, αναστατώνει τη φιλάρεσκη προσμονή του μηδενός"
Αγαπημένος του Πρίγκηπα- το οικόσημο του οίκου του είναι ο Γατόπαρδος- δεν είναι κάποιο από τα παιδιά του, αλλά ο ανιψιός του, Τανκρέντι. Ο Τανκρέντι είναι ένας απένταρος αλλά έξυπνος νεαρός, που εκμεταλλεύεται τον θείο του και τον τίτλο που έχει κληρονομήσει. Αν και ο Τανκρέντι φαίνεται να ταιριάζει με την πρώτη κόρη των Σαλίνα, την Κοντσέτα, όταν εμφανίζεται μια πανέμορφη, πάμπλουτη αλλά χωριατοπούλα νεαρή, η Αντζέλικα, ο Σαλίνα προτιμά να αφήσει την κόρη του παραπονεμένη και να παντρέψει την Αντζέλικα με τον Τανκρέντι. Χρειάζονται τα λεφτά της και αξιοσύνη της.
Σημαντικές δευτερεύουσες φιγούρες είναι η γυναίκα του Σαλίνα- μια κοντή, μικροκαμωμένη θεούσα και άπραγη-, ο πατέρας της Αντζέλικα ντον Καλότζερο- ένας δήμαρχος που ξέρει πώς να πλουτίζει, και με όλη την άξεστη δύναμή του συμβολίζει την εποχή που έρχεται-, και ο ιερέας της έπαυλης- ο Πιρόνε, σύντροφος του Σαλίνα στην αστρονομία.
Ο Σαλίνα, αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του, δεν είναι αποχαυνωμένος, όμως δεν επιθυμεί να κάνει τίποτα για αυτό. Αφήνει επίτηδες τον οίκο του να παρακμάσει, δεν παντρεύει τις κόρες του για να μην υπάρξει συνέχεια. Όταν του προτείνουν μια θέση στη Γερουσία, δείχνει καν να μην ξέρει τι είναι αυτό. Δεν είναι για κείνον αυτά, ας πάει ο δον Καλότζερο. Στέκεται αξιοπρεπής, ειρωνικός, σχεδόν αγέρωχος και κοιτά ένα πλοίο που βουλιάζει, μια ολόκληρη εποχή που έρχεται στο τέλος της.
Από την άλλη, οι σχέσεις, ερωτικές, φιλικές, συζυγικές, φαίνεται να περνούν παρόμοιες κρίσεις με τις σημερινές, κι ας είναι οι Σαλίνα ευγενείς, κι ας μιλάμε για μια ολότελα διαφορετική κοινωνία. Οι σκηνές στα Σικελικά αρχοντικά είναι επιβλητικές. Από τη λεπτομερή περιγραφή τους και την ζουμερή ομορφιά της Αντζέλικα πηγάζει ο αισθησιασμός του μυθιστορήματος. Η λατρεία της σάρκας, του καλού φαγητού, του καλού ποτού, δίνουν μια αίσθηση πως όλα όσα έχουν σημασία είναι εφήμερα. Εκτός από τα σπίτια, που μέσα στην παρακμή, καταρρέουν αλλά δεν πέφτουν.
Η θέση της Εκκλησιάς και της θρησκείας σε όλα αυτά, είναι πάντα πολιτική, κι ο Λαμπεντούζα δεν το αφήνει ασχολίαστο.
http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/italy/12073225/The-Leopard-author-Giuseppe-Tomasi-di-Lampedusas-palatial-home-restored-to-its-glory-days.html |
Ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα ήταν ο ίδιος ένας ξεπεσμένος ευγενής, αδέκαρος, που έμενε με τη γυναίκα του σε σπίτια συγγενών, διάβαζε αδηφάγα λογοτεχνία, αλλά δεν τολμούσε να γράψει. Τον Γατόπαρδο τον έγραψε μέσα σε 30 μήνες, στα εξήντα του. Πάντα έλεγε πως θέλει να γράψει την ιστορία μιας οικογένειας ευγενών μέσα σε μια μοναδική μέρα, αυτή της νίκης του Γκαριμπάλντι. Τελικά συμβιβάστηκε και δεν έγραψε τον δικό του Οδυσσέα. Έγραψε όμως τον Γατόπαρδο. Που τον απέρριψαν σχεδόν αμέσως οι δυο μεγάλοι ιταλικοί εκδοτικοί οίκοι και τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Και κατάφερε έτσι να γράψει ένα ιστορικό, ένα ηθικοπλαστικό, κοινωνικό μυθιστόρημα, που έδωσε μια άλλη διάσταση στο θέμα της παρακμής της αριστοκρατίας και της ένωσης της Ιταλίας. Που μυρίζει παραίτηση και πίκρα, αλλά ταυτόχρονα διέπεται από χιούμορ και ειρωνεία. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως το κυνηγόσκυλο του Πρίγκηπα Σαλίνα, τον Μπεντικό, τον κρατάνε βαλσαμωμένο οι γεροντοκόρες κόρες του μέσα στο παρεκκλήσι με τα ψεύτικα οστά αγίων που έχουν χτίσει. Και όταν η Εκκλησία ξεκαθαρίζει τον χώρο από τα ψευτοάγια οστά, ο βαλσαμωμένος σκύλος πετιέται από το παράθυρο.
Ο Γατόπαρδος έγινε ταινία από έναν ακόμα απόγονο ευγενών Ιταλό, τον Λουκίνο Βισκόντι, που αν και κρατά σχεδόν απαράλλαχτα τα γεγονότα του βιβλίου ως το πρώτο μέρος, περνάει νομίζω μια εντελώς διαφορετική πολιτική άποψη. Παρ’ όλα αυτά μιλάμε για μια μνημειώδη ταινία, και μιλάμε για ένα μνημειώδες βιβλίο που θα το διαβάζουν και θα το ξαναδιαβάζουνκι οι γενιές που θα έρθουν.
Κατερίνα Μαλακατέ
«Ο Γατόπαρδος», Giuseppe Tomasi di Lampedusa, μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Bell, σελ 429
"Ο Γατόπαρδος", Λουκίνο Βισκόντι, 1963
Με εντυπωσίασε το εγχείρημά σου. Η ταύτιση της κρίσης σου με την δική μου στο "Γατόπαρδος" κι "Άννα Καρένινα" δεν μου επιτρέπει να έχω γνώμη για τις βαθμολογίες που δίνεις (και καλά κάνεις). Κρατώ τον θαυμαςμό πως μπόρεσες να διαβάσεις όλα αυτά μέσα στο έτος. Ακόμη: Πώς τα προμηθεύτηκες; Είναι δυνατόν να τα αγόρασες;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνήθως διαβάζω τόσα, ίσως και λίγο παραπάνω. Με προσοχή όμως, δεν με πολυνοιάζουν οι αριθμοί. Για όσα μπορώ, γράφω κιόλας δυο λόγια εδώ. Τα βιβλία τα αγοράζω στην χονδρική γιατί έχω βιβλιοπωλείο. Κάποια- όχι πολλά γιατί δεν ακολουθώ την τρέχουσα παραγωγή με ευλάβεια- μου τα στέλνουν κι οι εκδοτικοί τιμής ένεκεν, αν πιστεύουν πως θα με ενδιαφέρουν.
Διαγραφή