Τηρώντας την παράδοση τούτου του σεπτού blog θα βαθμολογήσω και φέτος τα βιβλία που διάβασα το 2020. Δεν πρόκειται για νέες κυκλοφορίες, είναι απλά τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβασα εγώ φέτος. Η αναγνωστική χρονιά μου ήταν μέτρια ποσοτικά --αν και ποιοτικά μια χαρά. Είμαι γνωστή drama queen δεν διαβάζω όταν δεν είμαι στα καλά μου ψυχολογικά, και το 2020 μου έδωσε πολλές κατραπακιές. Και πολλές χαρές. Αν βάλει κανείς στην εξίσωση δυο δουλειές, δυο παιδιά (και τον Ψηλό), ένα μεταπτυχιακό (που απαιτεί κι αυτό πολύ διάβασμα), μια μετακόμιση και την έκδοση ενός μυθιστορήματος, δεν το λες και τόσο άσχημα. Πάντως για κάθε ένα βιβλίο που τελείωσα φέτος, άφησα κι ένα μισοτελειωμένο. Είμαι επισήμως αχόρταγη. Για να μάθετε πιο πολλά για την άποψή μου για το κάθε βιβλίο, πατήστε στον ενεργό σύνδεσμο του ονόματός του.
31/12/20
Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2020
Από λογοτεχνικά τελείωσα επίσης φέτος και τους "Αργοναύτες" της Μάγκι Νέλσον, το "Τίποτα δεν χάνεται" της Cloe Mehdi, και τις "Ηθικές επιστήμες" του Μαρτίν Κόαν για τα οποία θα γράψω εν καιρώ αν έχω κέφια.
Το 2021 να είναι καλύτερο! Καλή χρονιά να έχουμε!
Υ.Γ.42 Στη φωτογραφία στην αρχή της ανάρτησης βλέπουμε τους νικητές.
30/12/20
"Ο μεγάλος σκύλος", Βίκυ Τσελεπίδου
Αγαπώ τη λογοτεχνία της Βίκυς Τσελεπίδου, τον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα, τα θέματα που διαλέγει, νιώθω πολύ κοντά της συγγραφικά, κι ας είναι μάλλον αυτή η αίσθηση ευσεβής πόθος. Διαβάσα τον «Μεγάλο σκύλο» μόλις έπεσε στα χέρια μου.
Δυο ιστορίες κινούν παράλληλα τα νήματα της πλοκής. Στη μια ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο Λονδίνο κάνει αιματηρές οικονομίες για να καταφέρει να κροσυντηρηθεί. Έχουν κι οι δυο ήδη προβλήματα υγείας, όχι όμως τόσο σοβαρά που να μην προλάβουν την προθεσμία, και να μην μαζέψουν το ποσό. Στην άλλη ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια ξυπνάει έπειτα από την κρυοσυντήρηση σε έναν περίπλοκο κτήριο, με ανθρώπoυς που τη βάζουν να μιλάει μια περίεργη γλώσσα, και που ο θάνατος πια έχει εκλείψει, υπάρχει μόνο η εξαφάνιση.
Η κρυοσυντήρηση είναι μόνο η αφορμή. Το θέμα είναι πάντα η μνήμη, η αίσθηση του εαυτού, η ταυτότητα, η ζωή και ο θάνατος. Οι ήρωες της Τσελεπίδου περνούν τη ζωή τους χωρίς να διερωτηθούν ενεργά για όλα αυτά. Η ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια μοιάζει με κάποιον τρόπο να είναι το αντίθετο της νεαρής. Η νεαρή βλέπει το θάνατο από την πλευρά αυτού που έχει ήδη πεθάνει, η ηλικιωμένη βλέπει τον έρωτα από την πλευρά αυτού που τον έχει ήδη ζήσει. Δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, κι ας μοιάζουν τόσο αντιφατικές. Κι ας είχαν τόσο αντιθετικούς βίους. Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι ξακάθαροι.
Το βιβλίο μιλάει για όλα όσα με απασχολούν βαθιά και για αυτό το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, αν και δεν είναι μυθιστόρημα πλοκής, δεν νοιάζεται κανείς τι θα γίνει παρακάτω. Η ιδιοτυπία της γλώσσας που επιβάλλουν στη νεαρή οι «ανακριτές» της είναι πολύ ενδιαφέρουσα, το ίδιο και τα ερωτήματα που θέτουν, ο τρόπος της να τους αποφεύγει όσο ξανακλείνεται στην κάψουλα. Πρωταγωνίστριες είναι οι δυο γυναίκες, οι άντρες περιορίζονται μάλλον σε ρόλους περιφερειακούς, ο ηλικιωμένος σύζυγος μοιάζει τόσο με αυτή την αφηρημένη εικόνα που είχαμε παλιά για τον άντρα της οικογένειας, που δεν πήγαινε ποτέ κόντρα στη γυναίκα του, απλά για να την έχει να τον υπηρετεί και να περνάει καλά. Ένα σωρό άνθρωποι πέρασαν έτσι τη ζωή τους, πλαγιοπατώντας.
Αν και το θέμα μοιάζει κάπως φουτουριστικό, το μυθιστόρημα δεν ασχολείται καθόλου με τα επιστημονικά ή όχι του πράγματος, μόνο με τους ανθρώπους. Αυτό είναι το δυνατό σημείο του, οι χαρακτήρες, βασίζεται πάνω τους, τους ψυχογραφεί αν και μόνο τους δείχνει, τους αφήνει να μιλάνε για τον εαυτό τους ελάχιστα. Εκείνοι δεν μιλάνε, εμείς όμως νιώθουμε μια περίεργη ταύτιση με μια ηλικιωμένη στο Λονδίνο, και μια δεκαπεντάχρονη που πέθανε. Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας, όσο ξένη κι αν μοιάζει, γίνεται οικεία, κι αυτό είναι το στοίχημα που νοιάζεται να κερδίσει κάθε συγγραφέας.
26/12/20
"Η αστυνομία της μνήμης", Yôko Ogawa ( 小川 洋子)
Συγκλονιστικό. Αυτή είναι η σκέψη που μου έμεινε στο μυαλό τελειώνοντας την «Αστυνομία της μνήμης» της Γιόκο Ογκάουα. Ένα βιβλίο δυστοπικό, που σε αποκοιμίζει με τη γλύκα των πρωταγωνιστών του, τόσο που σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τη φρίκη που περικλείει. Κι έτσι οι τελευταίες γραμμές του, παρότι εντελώς αναμενόμενες, σε χαστουκίζουν χωρίς έλεος.
Σε ένα νησί, τα πράγματα σιγά σιγά εξαφανίζονται, περνάνε στη λήθη, κανείς δεν τα θυμάται, ούτε τη λέξη που τα χαρακτηρίζει ουτε την ουσία τους, και σε κανέναν δεν λείπουν. Εκτός από τους ελαττωματικούς, αυτούς που δεν μπορούν να ξεχάσουν, που θυμούνται τα πουλιά, και τα τριαντάφυλλα και τα ημερολόγια, και τα μυθιστορήματα. Αυτούς τους κυνηγά η αστυνομία της μνήμης και τους εξαφανίζει. Η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια είναι συγγραφέας. Η μητέρα της που ήταν γλύπτρια ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που κλήτευσε κι έπειτα εξαφάνισε η αστυνομία της μνήμης. Ζει μόνη, αν εξαιρέσεις έναν γέρο που είναι φίλος της, και ζει σε ένα καράβι, αν και τα φεριμποτ εξαφανίστηκαν κι εκείνος ήταν καπετάνιος σε ένα φέριμποτ. Όταν ο Ρ., ο επιμελητής της αφηγήτριας, της αποκαλύπτει πως μπορεί να θυμάται, εκείνη αποφασίζει πως πρέπει να τον κρύψει για να τον σώσει. Κι έτσι τον εξαφανίζει σε ένα δωμάτιο ανάμεσα στους ορόφους του σπιτιού της, που μοιάζει να αιωρείται.
Τα θέματα που προκύπτουν είναι πολλά, αφορούν τη μνήμη και τον θάνατο, την αγάπη και τον έρωτα και το τι είναι σημαντικό στη ζωή. Αλλά φυσικά το βασικό ζήτημα είναι η απολυταρχία, ο έλεγχος της εξουσίας, πως συνηθίζουμε σιγά να παραδίδουμε τις ελευθερίες μας, να θεωρούμε αυτονόητους τους περιορισμούς. Πως εξαφανιζόμαστε χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτε για αυτό. Το βιβλίο ασχολείται και με κάτι άλλο πολύ σοβαρό, Η Ογκάουα ψάχνει να βρει τι είναι εκείνο που νοηματοδοτεί το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή, ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην πρόκληση και να υπάρξει. Και τελικά, ποιους αγαπάμε, ποιοι είναι η οικογένειά μας, ακόμα κι αν δεν είναι συγγενείς, πώς ο θάνατος μπορεί να μην είναι το δυσκολότερο κομμάτι. Τουλάχιστον όχι για αυτόν που πεθαίνει.
Αγαπώ τη γράφη της Γιόκο Ογκάουα, της λείπουν όλα τα περιττά. Ακροπατεί ανάμεσα στη φρικτή πραγματικότητα και τη φαντασία. Σε αυτό το μυθιστόρημα, που γράφτηκε το 1994, είναι πραγματικά στα καλύτερά της. Δεν περισσεύει ούτε μια λέξη, κι ας μην γίνεται τίποτα. Η Ογκάουα έχει μοναδική ικανότητα χωρίς να εγκαταλείπει την Ιαπωνία, κι ενώ συνεχίζει να γράφει αποκλειστικά στα ιαπωνικά, να γράφει μυθιστορήματα που μοιάζουν άχρονα και χωρίς τόπο, αν και σε αφορούν βαθιά και δεν μπορείς να τα ξεχάσεις.
"Η αστυνομία της μνήμης", Γιόκο Ογκάουα, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πατάκη, 2020, σ. 372
Υ.Γ. 42 Αν και γενικά η ιδέα πως το βιβλίο δεν μεταφράστηκε από τα Ιαπωνικά δεν με ενθουσιάζει, η Χίλντα Παπαδημητρίου έκανε εξαιρετική δουλειά, και σε καμία στιγμή δεν ένιωσα πως το κείμενο ξεφεύγει από τη γνώριμη γραφή της Ογκάουα που ξέρουμε στα ελληνικά από μεταφράσεις από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη για τις εκδόσεις Άγρα.
16/12/20
"Η Τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ", Álvaro Mutis
Ο Άλβαρο Μούτις αποδεικνύει με την «Τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ» πως μπορεί να φτιαχτεί λογοτεχνία που να σε συγκινήσει βαθιά με πολύ απλά υλικά: δυο αγνώστους περιπλανώμενους, ένα καράβι, μια πανέμορφη γυναίκα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έλεγε για αυτόν πως είναι ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού μας.
Ο αφηγητής στη νουβέλα πρώτο βλέπει το καράβι, ένα ταλαίπωρο τραμπ στήμερ, στην εσχατιά του κόσμου, κάπου στην Αρκτική. Το αγαπά με την πρώτη ματιά, είναι καταταλαιπωρημένο αλλά περήφανο. Κι έπειτα από μια περίεργη στροφή της μοίρας, θα δει το καράβι ξανά και ξανά στα ταξίδια του ανά την Υφήλιο, και θα το αναγνωρίσει, σαν να είναι δυο παλιόφιλοι. Πάνω σε έναν ρυμουλκό κάπου στην Καραϊβική, θα γνωρίσει τον καπετάνιο του καραβιού. Και θα μάθει την ιστορία του, μαζί με την ιστορία ενός έρωτα εκτός του κόσμου τούτου.
Δεν είναι τόσο αυτά που λέγονται, όσο αυτά που δεν λέγονται, που κάνουν το βιβλίο να μένει στη μνήμη. Είναι η μαγεία της ζωής και το συμπτώσεων, το καραβοτσάκισμα, η αλητεία του ταξιδιού και του έρωτα. Ο έρωτας του καπετάνιου είναι θνησιγενής, έχει ημερομηνία λήξεως και το ξέρουν όλοι, κι ο ίδιος. Όμως τον ζει, όπως και τη ζωή του πάνω στο γέρικο σκαρί του "Αλκυών" μέχρι την τελευταία στιγμή. Και μετά απλά επιζεί, έχοντας χάσει τα δύο σπουδαιότερα πράγματα που υπήρχαν στη ζωή. Αλλά χωρίς να τα έχει χάσει, γιατί αφέθηκε και τα έζησε.
Μοιάζει λίγο σαν μαγικό παραμύθι η ιστορία, χωρίς κακούς και δράκους, και χωρίς ηθικό δίδαγμα. Έχει όμως αυτή την αχλή και την ομίχλη των μύθων, τίποτα δεν εξηγείται, κι ας εξηγούνται τελικα όλα. Ο Μούτις δεν έχει ανάγκη να ενώσει όλες τις κλωστές της ιστορίας, μόνο τις σημαντικές. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για τον περιπλανώμενο αφηγητή, τίποτα για τον καπετάνιο και τη γυναίκα που ερωτεύτηκε πριν και μετά τον έρωτα, ούτε για την ιστορία του γέρικου καραβιού. Σημασία έχει μόνο αυτή η ιστορία. Αυτή είναι η γοητεία του βιβλίου. Αυτό είναι και το σπουδαίο στοίχημα που κερδίζει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη. Για αυτό το Τραμ Στήμερ "Αλκυών", ένα καράβι τσακισμένο, που γυρνά με φορτίο όλο τον κόσμο, άβαφο, παλιό, με μούχλα στα παράθυρά του, μπαίνει στο μυαλό σου και δεν βγαίνει.
Κατερίνα Μαλακατέ
12/12/20
"Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ", Jonathan Coe
Ο Τζόναθαν Κόου από τη Μέση Αγγλία και μετά έχει περάσει φανερά σε ένα άλλο είδος από αυτό που μας είχε συνηθίσει, με λιγότερη σάτιρα και περισσότερα κλισέ, ίσως όμως και με μεγαλύτερη αίσθηση ματαιότητας. Στο Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ ξεφεύγει από τη συνήθη πολιτική θεματολογία του και καταπιάνεται με τη βιογραφία του Μπίλι Γουάιλντερ, του διάσημου το πάλαι ποτέ σκηνοθέτη του Χόλιγουντ ("Μερικοί το προτιμούν καυτό", "Sunset Boulevard") θέλοντας να μιλήσει για τη φθορά και τη λήθη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της ανθρώπινης ζωής, για την ακμή και την παρακμή
Κεντρική ηρωίδα μια Ελληνίδα, με μαμά Αγγλίδα, και μπαμπά μισό Έλληνα, μισό Σλοβένο, η Καλλιστώ Φραγκοπούλου. Στην αρχή την πετυχαίνουμε μεσόκοπη στην Αγγλία να προσπαθεί να κατανοήσει τις ενήλικες κόρες της και να εκτιμήσει τη ζωή της. Έπειτα μεταφερόμαστε πολλά χρόνια πίσω, τότε που η ίδια η Καλλιστώ είχε μόλις ενηλικιωθεί. Σε ένα road trip στην Αμερική θα γνωρίσει τον Μπίλι Γουάιλντερ, σε ένα δείπνο τυχαίο, θα καταλάβει ποιος είναι κατά τη διάρκεια του δείπνου, θα ντραπεί για την άγνοια της και θα το ξεχάσει. Ο Γουάιλντερ δεν θα την ξεχάσει, κι όταν έρθει στην Ελλάδα για να γυρίσει την προτελευταία του ταινία, τη Φεντόρα, θα την πάρει στα γυρίσματα για διερμηνέα.
Η Καλλιστώ θα αλλάξει πολύ από αυτή την εμπειρία. Μέσα από τα μάτια της βλέπουμε τον Γουάιλντερ, και τον στενό του συνεργάτη Ιζ Ντάιμοντ, με τον οποίο έγραφε τα σενάρια. Ο Γουάιλντερ στη Φεντόρα είναι πια σε παρακμή, τα στούντιο δεν τον εμπιστεύονται, προτιμούν τους νεότερους χίπηδες σαν τον Σπίλμπεργκ. Οι ιδέες του για το τι είναι καλό σινεμά μοιάζουν παρωχημένες, ακόμα και οι συνάδελφοί του δεν ανέχονται τις παραξενιές του, οι ηθοποιοί στα γυρίσματα κλαίνε.
Το βιβλίο έχει ενδιαφέρον. Για αρχή, μας συστήνει έναν σκηνοθέτη που οι περισσότεροι ξέραμε μόνο ως όνομα, κι ίσως να το μπερδεύαμε κιόλας. Και δεύτερον μοιάζει με ένα διπλό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, της νεαρής Καλλιστώ αλλά και του ίδιου του εβδομηντάχρονου Γουάιλντερ. Έχει βάθος, μα όχι σε όλες τις στιγμές. Σε πολλά σημεία φλυαρεί. Ενώ σε άλλα, ειδικά εκεί που ο Γουάιλντερ αφηγείται το δράμα της οικογένειας του στο Ολοκαύτωμα σαν να γράφει σενάριο, απογειώνεται.
Αυτή η φάση της γραφής του Κόου δεν με συγκινεί ιδιαίτερα. Τον προτιμούσα στα προηγούμενα εκρηκτικά και κάπως βλάσφημα βιβλία. Καταλαβαίνω την ανάγκη του δημιουργού να μιλήσει για αυτό που τον καίει. Η Καλλιστώ και ο Γουάιλντερ είναι ο ίδιος ο Κόου. Η ματαίωση που νιώθουν ως δημιουργοί μάλλον πλανάται και στο δικό του μυαλό. Είναι κι εκείνος άλλωστε σε αυτή τη φάση της καριέρας του, πολύ αναγνωρισμένος, μα οριακά σε πτώση.
Ο Κόου είναι από τους συγγραφείς εκείνους που διαβάζεις ένα τους βιβλίο κι έπειτα θέλεις να διαβάσεις όλα τα άλλα. Αυτό δεν θα αλλάξει. Ο κύριος Γουάιλντερ θα είναι μάλλον κάπου στο μέσον της λίστας. Κορυφαίο θα μείνει για μένα το Τι ωραίο πλιάτσικο, το βιβλίο που με έκανε να εθιστώ στη γραφή του και να διαβάσω όλα τα άλλα.
Κατερίνα Μαλακατέ
Φωτογραφία: MARTA PEREZ EPA |
7/12/20
Η τέχνη της ανάγνωσης
Η ανάγνωση δεν είναι παθητική διαδικασία, δεν διαβάζουμε αμέτοχοι, δεν μένουμε στα γεγονότα, επεξεργαζόμαστε τα λεγόμενα, ακόμα κι όταν χαζεύουμε ξαφνικά και δεν καταλαβαίνουμε τι διαβάζουμε, όταν κλείνουμε το βιβλίο και ονειροπολούμε, ή όταν διαβάζουμε την ίδια φράση ξανά και ξανά για να αποκτήσει νόημα. Διαμορφώνουμε έτσι ένα βιβλίο μέσα στο κεφάλι μας, που διαφέρει για τον καθένα, ενώ είναι κατά βάση αυτό που έγραψε ο συγγραφέας.
Το ίδιο συμβαίνει λίγο πολύ κι όταν γράφουμε αλλά πια εδώ μιλάμε για ανάγνωση και επεξεργασία της πραγματικότητας. Ό,τι φιλτράρεται από τη διάνοια μας, ό,τι γίνεται με κάποιον τρόπο μέρος του μυαλού μας κι έπειτα ο τρόπος που θα το γράψουμε δημιουργεί ένα είδωλο της πραγματικότητας, που είναι και δεν είναι αληθινό. Αυτό είναι η τέχνη. Αυτό είναι η τέχνη της λογοτεχνίας. Και ταυτόχρονα είναι και η τέχνη της ανάγνωσης.
Όταν λοιπόν μπαίνουν τόσο προσωπικοί όροι στη σχέση μας με κάθε βιβλίο, θεωρώ άτοπο να θυμώσει ο δημιουργός με την όποια κριτική. Τώρα θα μου πεις, μια κριτική αποτίμηση περιλαμβάνει και μια φιλολογική προσέγγιση του κειμένου. Ναι, όταν μιλάμε για σοβαρή λογοχτενική κριτική ανάλυση υπάρχει ένα κομμάτι αντικειμενικό. Όμως στην καθημερινότητα η επαφή μας με την τέχνη δεν περιλαμβάνει τέτοιου είδους αναλύσεις. Η επαφή μας με την τέχνη έχει να κάνει με το ίδιο το έργο, με το ποιοι είμαστε, πόσο ασκημένοι και εξοικειωμένοι είμαστε με την λογοτεχνία, πόσα χιλιόμετρα διαβάσματα έχουμε πίσω μας, πόση θεωρητική κατάρτιση (η οποία παρεμβαίνει μεν στην κρίση μας όταν υπάρχει, αλλά δεν είναι απαραίτητη για να απολαύσεις την τεχνη). Όλα αυτά μαζί με το γνωστό τάιμινγκ κάνουν την κάθε ανάγνωση μοναδική –και για αυτό κάποιοι από μας απολαμβάνουν τις δεύτερες και τις τρίτες αναγνώσεις του κάθε έργου.
Θα ήταν αδιανόητο να μαλώσω με κάποιον γιατί δεν του άρεσε το βιβλίο μου, δεν το διάβασε, δεν το τελείωσε. Συνεχίζει να μου είναι ακατανόητο πώς κάποιοι θεωρούν εαυτούς μονάχα άξιους για να κρίνουν. Η ιστορία τούς έχει διαψεύσει. Βαριέμαι πολύ τις ανταλλαγές του σιναφιού, τον μικρόκοσμο αυτόν που "τρώγεται" τόσο στο εσωτερικό του, αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία από το ευρύ κοινό. Με ενοχλεί πως κάποιοι πρέπει να είναι στο απυροβλητο, οι ευπώλητοι, οι πρωτοεμφανιζόμενοι, οι Έλληνες, οι ξένοι, κ.ο.κ, η λίστα είναι ατελείωτη. Κρινόμαστε όταν λέμε την γνώμη μας δημόσια για τα βιβλία, από τους άλλους αναγνώστες κυρίως. Με τον ίδιο τρόπο που κρίνουμε τα βιβλία που διαβάζουμε. Η τέχνη δεν έχει Ιερά Δισκοπότηρα, είναι βέβηλη και αιχμηρή, έχει άποψη. Βαριέμαι με λίγα λόγια αυτούς που γράφουν μόνο καλά λόγια για όλα τα βιβλία και τους ισαποστάκηδες.
4/12/20
"Άνδρας με κόκκινο μανδύα", Julian Barnes
Ξεκίνησα τον Άνδρα με κόκκινο μανδύα του Τζούλιαν Μπαρνς σχεδόν μόλις βγήκε στα ελληνικά γιατί χρειαζόμουν παρηγοριά. Ήξερα πως ο αγαπημένος Μπρανς, ό,τι κι αν είχε γράψει, θα μου κρατούσε καλή συντροφιά μέσα στην καραντίνα. Είμαι μεγάλη drama queen δεν γράφω και δεν διαβάζω σοβαρά όταν τα ψυχολογικά μου είναι στα τάρταρα. Και δεν είχα άδικο, ο Μπαρνς με συντρόφευσε καλά. Και τελικά διάβασα σοβαρά.
Αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι έγραψε ο Μπαρνς, μπορούμε να σταθούμε στον όρο βιογραφία και να ξεμπερδέψουμε. Θα έχουμε αδικήσει κάπως το βιβλίο και τις λογοτεχνικές του αρέτες, αλλά θα είμαστε καλά με τους ορισμούς. Στην πραγματικότητα ο Μπαρνς αδιαφορεί για αυτούς, δεν έγραψε καν μια μυθιστορηματική βιογραφία, έφτιαξε ένα υβρίδιο, απεύθυνεται στον αναγνώστη, απευθύνεται στον εαυτό του, ο αφηγητής μάς λέει από πού εμπνεύστηκε, μας δείχνει πίνακες, μας λέει για τις πηγές του, διαβάζει μυθιστορήματα, κάνει όλα όσα δεν πρέπει θεωρητικά να κάνει, σπάει τη φόρμα και δεν τον νοιάζει, γιατί θέλει να πει μια ιστορία∙ και τη λέει εκπληκτικά, κι όλα τα άλλα --ναι, και οι ορισμοί-, μοιάζουν αδιάφορα.
Αφορμή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν ο πίνακας «Dr.Pozzi at home», του John Singer Sargent. Εκεί απεικονίζεται ένας άντρας, όμορφος, ντυμένος με έναν κατακκόκκινο μανδύα, με φοβερά δάχτυλα-- θα μπορούσε να είναι πιανίστας, αλλά είναι χειρουργός. Ένας γυναικολόγος, στον οποίο όλες οι γυναίκες χρωστάνε πολλά, γιατί μελέτησε τον Λίστερ, κι έφερε στη Γαλλία την αντισηψία, κάνοντας τη γυναικολογία ξέχωρη επιστήμη. Ένας άνθρωπος της καλής κοινωνίας αν και μάλλον ταπεινής καταγωγής, την εποχή της «Παρακμής» του τέλους του αιώνα, που έμπαινε σε όλα τα κοσμικά σαλόνια. Ένας κακός σύζυγος και πατέρας, που είχε πολλές ερωμένες, ανάμεσά τους και τη διαβόητη Σάρα Μπερνάρ. Τον βρίσκουμε το 1885 να επισκέπτεται το Λονδίνο και τον Χένρι Τζέημς, μαζί με τον Πολινιάκ και τον κόμη Μοντεσκιού. Σχεδόν αγνοημένοι πια σήμερα οι δανδήδες ποιητές, αλλά συμπρωταγωνιστές του Πότσι στη κατά Μπαρνς βιογραφία του. Πάνω στον Μοντεσκιού, πανέμορφο, ευγενή, ομοφυλόφιλο δανδή στήνει ο Ουισμάνς στο Ανάστροφα τον Ντεζ Εσέντ. Αλλά κι ο Προυστ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο τον κόμη Σαρλί. Σε αυτή την φοβερή φιγούρα, στον άνθρωπο που επιχρύσωσε μια χελώνα, χωρίς να τον νοιάζει αν πέθανε, δίνει κι ο Μπαρνς κεντρικό ρόλο, αυτή τη φορά με το όνομά του. Καθώς και σε όλη τη λογοτεχνική παρέα της εποχής στη Γαλλία. Ε, δεν θα μπορούσε μέσα στην παρακμή να μην κάνει κι εμφανίσεις κι ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ αυτοπροσώπως.
Ομολογώ πως η ιστορία ήταν για μένα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γιατί περιείχε το "λογοτεχνικό κουτσομπολιό" της εποχής, πάντα με εντυπωσιάζει πόσο μοιάζουν σε αυτό τα λογοτεχνικά σινάφια ανά τους αιώνες και τις χώρες, εντάξει, εδώ δεν μονομαχούμε (με όπλα) για ψύλλου πήδημα. Το τέλος τους αιώνα (fin de siecle), η παρακμή (decadence) και οι αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση με το τέλος της αριστοκρατίας αλλά και στην επιστήμη και την τεχνολογία περιγράφονται τόσο γλαφυρά που νιώθεις πως ζεις μέσα σε αυτόν τον εντελώς ξένο για τα δεδομένα μας κόσμο. Ο Άνδρας με κόκκινο μανδύα είναι από τα βιβλία που σε βάζουν ξανά σε αναγνωστικό ρυθμό, δεν θέλεις να αφήσεις από τα χέρια σου, ούτε όμως να τελειώσουν. Ο Μπαρνς γράφει στον επίλογο πως έμπνευσή του για να γραφτεί αυτή η ιστορία, πέρα από τη δεδομένη γαλλοφιλία του, ήταν και η παραδοξότητα του Brexit. Τον κατανοώ. Και τον αγαπώ, που κατάφερε όλον αυτόν τον συσσωρευμένο πολιτικό θυμό να τον κάνει τέτοιου είδους λογοτεχνία.
Κατερίνα Μαλακατέ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)