«Η στενή πύλη» είναι η πρώτη μου
επαφή με τον έργο του Αντρέ Ζιντ. Και παρ’ όλο που πρόκειται για ένα βιβλίο του
περασμένου αιώνα με ένα θέμα που μπορεί να φανεί παλιομοδίτικο, εμένα με συγκίνησε.
Το βιβλίο το ρούφηξα, η ιστορία αν και δεν έχω κανένα κοινό σημείο αναφοράς μαζί
της και θα μπορούσε να μου φανεί από αδιάφορη έως και φρικτή, με συνεπήρε.
Ένας νεαρός άντρας, ο Ζερόμ, που
μεγαλώνει ορφανός από πατέρα μαζί με την μητέρα του και μια γηραιά φίλη της,
ερωτεύεται την ξαδέλφη του Άλισα σε πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα δέκα. Εκείνη
ανταποκρίνεται στον έρωτά του, τον λατρεύει με την ίδια ένταση. Όταν μαθαίνει
πως η μικρή της αδελφή, η Ζουλιέτ, είναι κι αυτή πολύ ερωτευμένη μαζί του κάνει
ένα βήμα πίσω για να ευτυχίσει αυτή. Ακόμα όμως κι όταν πια η Ζουλιέτ παντρεύεται
κάποιον άλλο κι αποκτά παιδιά, η Άλισα συνεχίζει να απομακρύνει τον Ζερόμ, πεπεισμένη πως μόνο με τη θυσία του
έρωτά της θα μπορέσει να τον οδηγήσει στην Αρετή, την Αγνότητα και τον Κύριο.
Αν και ο Ζερόμ είναι πρωτοπρόσωπος
αφηγητής, εν τούτοις η Άλισα έχει τη δική της φωνή μέσα από τις επιστολές και
το ημερολόγιο της. Δεν είναι φυσικά η προσήλωση στην χριστιανική αρετή που με
συνεπήρε, αλλά αυτή η υφέρπουσα τάση της ανθρώπινης φύσης να θυσιάζεται για
λογιών λογιών λόγους, πολύ σημαντικούς καθώς φαίνεται τη στιγμή που τους σκέφτεται
κανείς κι ίσως παιδιάστικους αργότερα. Η ανάγκη για αυταπάρνηση και θυσία, ακόμα
κι όταν κανείς δεν έχει ζητήσει κάτι τέτοιο είναι ίσως σύμφυτη της γυναικείας φύσης
ή μας πότισαν με αυτή για να μπορούμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας.
Η «τελειότητα» που αποζητά η Άλισα
για τον εαυτό της και τον Ζερόμ την οδηγούν στο θάνατο. Αν και σύμφωνα με την
χριστιανική ηθική αυτό θα ήταν το ιδανικό, θυσία και εγκαρτέρηση στην τωρινή ζωή
για να αξιωθείς την βασιλεία των ουρανών, εμένα αυτή η σκέψη μου φαίνεται
αποκρουστική. Όμως η Άλισα δεν είναι αντιπαθητικός χαρακτήρας, αντίθετα είναι μια
ρομαντική φιγούρα σε έναν κόσμο που αλλάζει και δεν μπορεί να τον κατανοήσει. Κι
αυτός ο έρωτας, βαθύς, ανεκπλήρωτος από την απουσία- παρουσία των επιστολών αφήνει
μια αίσθηση πικρή στο στόμα για τη ματαιότητα των επιλογών μας.
«Η στενή πύλη», Αντρέ Ζιντ, μετ. Ανδρέας Κατσαμακίδης, εκδ. Ζαχαρόπουλος,
1989, σελ.159
Η Μαρώ Σεφέρη ταξίδευε στον πόλεμο με τα ημερολόγιά του, σαν παρηγοριά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια εμένα ο καθολικισμός του υπήρξε πάντα τείχος. Ίσως γιατί του κρατάω ακόμα κακία που απέρριψε τον Προυστ..
Καλά διαβάσματα όμως!!
Για τον καθολικισμό του το καταλαβαίνω, αλλά στον Προυστ μέχρι που έγραψε απολογητική επιστολή, ακόμα του το κρατάς;
ΔιαγραφήΚαλά μας διαβάσματα!
Γεια σου Κατερίνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροερχόμενος από πολλές "Βολτίτσες", περι-διαβάζοντας κατέληξα και στο δικό σου χώρο! Πολλά και ενδιαφέροντα συνάντησα εδώ και σκέφτομαι να εξερευνήσω τους γύρω χώρους. Και λίγο επιφυλακτικός για τις επικείμενες ανακαλύψεις, θα κάνω την είσοδό μου από την στενή πύλη.
Διάβασα αυτό το βιβλίο το περασμένο καλοκαίρι και όπως αναφέρεις, ενώ η ιστορία του δεν ήταν κάτι σπουδαίο, διαπίστωσα ότι η γεύση που μου άφησε ήταν χυμώδης και ζουμερή όπως άρμοζε στο αυγουστιάτικο διήμερο που πρόσφερα στην ανάγνωσή του. Νομίζω ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει (και έχω διαβάσει πολλά. Αν και απεχθάνομαι σφόδρα αυτή την διατύπωση γιατί όσες φορές μου την είπαν άνθρωποι ακουγόταν κάπως έτσι "Ο Αλχημιστής είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει!" ή ακόμα χειρότερα "Η Λένα Μαντά είναι εξαιρετική συγγραφέας" και άλλα τέτοια λογοτεχνίζοντα. Επίσης απεχθάνομαι να λέω ότι έχω διαβάσει πολλά βιβλία αλλά χάριν συντομίας μιας και μόλις γνωριζόμαστε, το ισχυρίζομαι δογματικά με την συνημμένη υπόσχεση να το αποδείξω στο μέλλον). Η λογοτεχνία για μένα είναι κάτι που συμβαίνει εν αγνοία μου, μέσα λοιπόν από την ανά-γνωση μιας σχετικά αδιάφορης ιστορίας βρέθηκα να περιβάλλομαι από μια προστατευτική μήτρα που άφηνε απέξω την πολύβουη παραλία.
Η αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει εν αγνοία μου (για την λογοτεχνία μιλάω πάντα, μόνο εκεί αποδέχομαι αδιαμαρτύρητα αυτή τη σχέση) ήταν πολύ έντονη στις αναγνώσεις βιβλίων του Πίντσον, με ειδοποιό διαφορά ότι ακόμα και η ιστορία που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου, διόλου αδιάφορη κι όμως ένιωθες και για αυτήν ότι συμβαίνει εν (πλήρη) αγνοία σου!
Αν γράψω σχόλια για παλαιότερες αναρτήσεις σου, θα τα δεις ή θα τα καλύψει η σκόνη του χρόνου; Εννοώ θα ειδοποιηθείς με κάποιον τρόπο ή μήπως η στενή πύλη, που οριοθετεί την πιο πρόσφατη ανάρτησή σου, αποδειχθεί πολύ στενή για την είσοδο στο παρελθόν;
Τα σχόλια θα τα δω όσο παλιά κι αν είναι η ανάρτηση, έχω βάλει τον blogger να με ειδοποιεί με mail, μην ανησυχείς καθόλου. Ελπίζω να μην απογοητευτείς από τον "γύρω χώρο". Χαίρομαι που διαβάζεις πολύ (κι εγώ, αλλά περνάω φάσεις που διαβάζω και λιγότερο...). Αυτό με την άγνοια το νιώθω κι εγώ στα βιβλία του Πύντσον, ενώ κάτι με ελκύει, ταυτόχρονα κάτι με απωθεί και με αποξενώνει, αλλά δεν με απομακρύνει ολότελα. Πάντως να τα τελειώσω δεν καταφέρνω....
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ σχέση με τον Πύντσον είναι ισόβια, όσες φορές κι αν τον παρατάμε πάλι σε κείνον γυρνάμε. Και γω μην νομίζεις, στο Ουράνιο τόξο της Βαρύτητας (τι τίτλος!!) κοντοστάθηκα στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται "Μέσα στη ζώνη". Φοβήθηκα να μπω παραμέσα. Έχω και το "Ενάντια στη μέρα", αδιάβαστο να περιμένει. Είναι μερικά βιβλία που και αδιάβαστα ακόμα, σε περιπαίζουν συνεχώς. Τώρα διαβάζω το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο", προοιωνίζεται εκπληκτικό βιβλίο και αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν η αναγνωστική αποτίμηση του 2012 ήταν μια από τις "φάσεις" όπως λες, φαντάζομαι πόσα θα διαβάζεις στα φόρτε σου! Θα τα ξαναπούμε σίγουρα. Καλό βράδυ.
Εγώ έχω αφήσει κάπου στη μέση και το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (το έριξα στο γεγονός πως το πήρα στην αγγλική έκδοση) και το Ενάντια στη Μέρα. Αλλά όλο τα γυροφέρνω. Το Αλεξανδρινό κουαρτέτο θέλω να το ξαναδιαβάσω, σε ζηλεύω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω κι εγώ να τα ξαναπούμε, οι κουβέντες για βιβλία δεν τελειώνουν ποτέ.
Περιηγήθηκα σε όλες τις προηγούμενες αναρτήσεις σου και έμεινα ευχαριστημένος με όσα διάβασα και όσα φυλλομέτρησα στα γρήγορα. Οι παρουσιάσεις βιβλίων είναι αναγνωστικές υπενθυμίσεις, αναζωπυρώνουν ξεχασμένες επιθυμίες και αναμοχλεύουν παλιές συναισθήσεις. Εγώ πάντως στάθηκα στις αναρτήσεις σου με ευρύτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον, όπως αν διαβάζεται η ελληνική (κυρίως σύγχρονη) λογοτεχνία ή αν πέθανε η ποίηση. Μπήκα στον πειρασμό να γράψω μερικές σκέψεις, αφού με καθησύχασες ότι θα σε ειδοποιήσει ο blogger αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι εμένα δε θα με ειδοποιήσει κανείς για τις απαντήσεις σου και έτσι θα πρέπει να ανατρέχω συνεχώς πίσω στα χρόνια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι' αυτό αποφάσισα να γράφω σε ό,τι θα ακολουθήσει, εξάλλου τα λογοτεχνικά ερωτήματα επανέρχονται διαρκώς και με αμείωτο ενδιαφέρον. Επίσης διάβασα και μερικά διηγήματά σου, και το βραβευμένο!!
Πώς συνέβη και με κοίταξε το απόγευμα, με το στοχαστικό του βλέμμα ο Μαρσέλ, με το μικρό του δαχτυλάκι να στηρίζει ένα κεφάλι γεμάτο λέξεις. Εμένα θα διαβάσεις τώρα. Είναι "ημέρες ανάγνωσης" αυτές! Έτσι με επιλέγουν τα βιβλία μου :) Θα αφήσω λοιπόν το Κουαρτέτο μια μέρα στην άκρη, να ξεκουραστεί και λίγο το χέρι μου, έχω την έκδοση "τούβλο" του μεταίχμιου (διάβασα την ανάρτησή σου περί τούβλων!!).
Νομίζω πως αυτά τα ερωτήματα για τη λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς επανέρχονται με τη μια μορφή ή την άλλη. Οπότε θα τα πούμε στις επόμενες αναρτήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αγαπώ καθόλου τις μακροσκελείς κριτικές, με ενοχλεί να μου λένε το τέλος, βαριέμαι τα αποσπάσματα και για αυτό οι παρουσιάσεις μου έχουν περισσότερο να κάνουν με το πως ένιωσα εγώ με την ανάγνωση κάθε βιβλίου παρά με εμπεριστατωμένη κριτική.
Συμβαίνει αυτό, να σε γλυκοκοιτά ένα βιβλίο από την στάκα με τα αδιάβαστα, ενώ ταυτόχρονα σου αρέσει το βιβλίο που διαβάζεις. Εγώ ας πούμε απόψε απίστησα στο Όρυξ και Κρέικ γιατί με ζαχάρωναν οι "Νεκροί" του Τζόυς και τελικά κατέληξα να (ξανά)διαβάζω τα δυο πρώτα διηγήματα από τους Δουβλινέζους. Άβυσσος.
Υ.Γ. Για τα διηγήματα ούτε κουβέντα, κι ανησυχώ....( ασφαλώς κάνω πλάκα)