Είχα από μικρή αδυναμία στον Χάινριχ Μπελ, για χρόνια «Οι απόψεις ενός κλόουν» περιλαμβάνονταν στις λίστες με τα αγαπημένα μου βιβλία, "Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ" είναι από τα λίγα βιβλία που έχω διαβάσει και στο πρωτότυπο. Όμως μετά την ανάγνωση του "
Ομαδικού πορτρέτου για μία κυρία" και τώρα του "Μπιλιάρδου στις εννιάμισι" νομίζω πως καταλαβαίνω τη σημασία του σε όλο της το αντιπολεμικό μεγαλείο.
Ο Χάινριχ Μπελ ήταν στη Γερμανία από τις σταθερά αντιναζιστικές φωνές, αν και δεν γλίτωσε τη στράτευση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έχασε και τα δάχτυλα των ποδιών του από κρυοπαγήματα. Δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει πως υπήρχε και μια άλλη Γερμανία που δεν υποτάχτηκε στο Ναζισμό, κι έβλεπε πάντοτε ύποπτα την ευκολία με την οποία μεταπολεμικά η χώρα του μετατράπηκε σε ένα κράτος «Δημοκρατών». Ήθελε οι συμπατριώτες του να θυμούνται, να ξέρουν τι έγινε, να μπορούν να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 οι Γερμανοί βάλθηκαν να ξεχάσουν, όμως η επόμενη γενιά επανέφερε τη μνήμη, έδωσε φωνή στα φάντασματα κι έδωσε το έναυσμα για να το ξορκίσουν. Αυτά τα χρόνια της λήθης και της σιωπής, ο Μπελ δεν σταμάτησε να μιλά για αυτό που συνέβη, δεν έπαψε ποτέ να θυμάται.
Η πλοκή στο «Μπιλιάρδο» εκτυλίσσεται όλη μέσα σε μία μέρα, την 6η Σεπτεμβρίου 1958, μέρα των γενεθλίων του Χάινριχ Φαίμελ, ογδοντάχρονου περιώνυμου αρχιτέκτονα που έκτισε με μανία ένα σωρό κτήρια. Ο Φαίμελ είναι ένας άνθρωπος που έχασε τα δύο πρώτα παιδιά του νωρίς, ενώ το τέταρτο και τελευταίο, ο Όττο, πήρε «τη μετάληψη του βούβαλου» κι είχε πεθάνει για κείνον πολύ πριν σκοτωθεί στον πόλεμο. Εν ζωή είναι μόνο το τρίτο του παιδί, ο Ρόμπερτ, εξαιρετικός Στατικός, που στον Πόλεμο ανατίναζε κτήρια. Ένας άντρας που δεν έλαβε ποτέ τη μετάληψη του βούβαλου, παρέμεινε για πάντα «αμνός», κι είδε τη ζωή του να καταστρέφεται. Παίζει μπιλιάρδο κάθε πρωί στις εννιάμισι στο ξενοδοχείο «Πρίγκηψ Χάινριχ», μιλά μόνον στον νεαρό γκρουμ Χιούγκο, και ζει τόσο αποξενωμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, που μοιάζει παγωμένος. Ο γιος του Ρόμπερτ, και εγγονός του Χάινριχ, είναι κι αυτός αρχιτέκτονας, αλλά κάτι τον εμποδίζει να χτίσει ξανά το αβαείο του Αγίου Αντωνίου που έχτισε ο παππούς κι ανατίναξε ο πατέρας του.
Ο Χίτλερ και ο Ναζισμός δεν αναφέρονται ποτέ ονομαστικά στο βιβλίο, όμως κυριαρχούν στο μυαλό όλων, ορίζουν τη ζωή τους στο σήμερα, ακόμα και των νεότερων, των εγγονών. Αυτοί που ήταν Ναζιστές τότε, αυτοί που κυνήγησαν, κατέδωσαν, βασάνισαν, παρέμειναν ατιμώρητοι. Κάποιοι μάλιστα νομίζουν πως μπορούν να γίνουν και φίλοι με αυτούς που κάποτε κατεδίωξαν και τους τσάκισαν τη ζωή. Το Μπιλιάρδο είναι ένα μυθιστόρημα για τη μνήμη, για την ευκολία των ανθρώπων να ξεχνούν, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο. Για τον τρόπο που έχει η ζωή να εκδικείται και να θυμάται, για τη λογική, την τρέλα, τα σχέδια των ανθρώπων που γκρεμίζονται και μετά δύσκολα ανοικοδομούνται. Οι Φαίμελ, αρχιτέκτονες, στατικοί και ανατιναχτές, συμβολίζουν όλη την Γερμανία, κάθε γενιά στη σειρά της.
Αφηγηματικά, το βιβλίο μοιάζει κατακερματισμένο, με συνεχή φλας μπακ σε μνήμες, πότε του πατέρα, πότε του παππού, πότε του εγγονού. Ο συγγραφέας παίζει με τον χρόνο, τον κατακρεουργεί για να μπορέσει να κατανοήσει τι είναι αυτό που συνέβη, και πώς μπορεί να το ξορκίσει. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη, ο αναγνώστης χρειάζεται ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστεί, να καταλάβει ποιος μιλάει και για ποια εποχή. Αυτό δίνει υπεροχή στο κείμενο, και βάθος στους χαρακτήρες, μπορούμε να τους δούμε ταυτόχρονα και στο παρόν και στο παρελθόν κι από πολλές οπτικές γωνίες- μέσα και έξω τους. Ταυτόχρονα αυξάνει τον δείκτη δυσκολίας της ανάγνωσης, και καθιστά το "Μπιλιάρδο" ένα αφηγηματικό επίτευγμα που λίγοι συγγραφείς έχουν κατορθώσει.
Ο Χάινριχ Μπελ, εν αντιθέσει με πολλούς Γερμανούς συγγραφείς ούτε υποτάχτηκε στο Ναζιστικό καθεστώς, ούτε αυτοεξορίστηκε. Δεν ξέχασε, δεν ξέφυγε, τον όρισε ο πόλεμος. Αντίθετα, δημιούργησε έργα Τέχνης, μίλησε για τη ζωή του, για το πως είναι να είσαι «αμνός», ανοιχτόμυαλος, ανεκτικός, δημοκρατικός, σε ένα μέρος και σε μια εποχή που κυριαρχεί το Κακό, και παρέδωσε στην επόμενη γενιά μια σοβαρή παρακαταθήκη. Χρέος μας είναι να τον διαβάσουμε, να τον καταλάβουμε και να μην επαναλάβουμε τη φάρσα της Ιστορίας.
Κατερίνα Μαλακατέ
«Μπιλιάρδο στις εννιάμισι», Χάινριχ Μπελ, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 447