31/12/18

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2018

Παραδοσιακά κάθε χρόνο τέτοια μέρα βαθμολογώ τα βιβλία που διάβασα μέσα στη χρονιά. Ιδού λοιπόν η πενιχρή σοδειά του 2018.






Αύγουστος", John Williams 10

"Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο", Δ. Νανόπουλος, Μ. Προβατάς    
"Νιξ", Nathan Hill
"Sapiens" Y.Harari
"Ulysses", James Joyce
"Homo Deus", Y. Harari
"Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας", Alice Miller
"Βιοτεχνία Υαλικών", Μένης Κουμανταρέας
"Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο", Γιάννης Παπαγιάννης
"Χαμένες ψευδαισθήσεις", Ονορέ ντε Μπαλζάκ  10





Υ.Γ. 42 Η χρονιά μου περιελάμβανε και τον "Οδυσσέα", στο πρωτότυπο, για τον οποίο προτιμώ να μη μιλήσω. Ίσως στην επόμενη ανάγνωση να έχω πιο πολλά να πω. Προς το παρόν τα λέει όλα ΕΔΩ. 

Υ.Γ. 42-42 Για τα βιβλία που δεν έχω γράψει κείμενο δεν θα βάλω βαθμό, μου φαίνεται πολύ βάρβαρο ένα ξερό νούμερο χωρίς λόγια. 

Υ.Γ. 24 Όπου βλέπετε μπλε, μπορείτε να πατήσετε πάνω στον ενεργό σύνδεσμο και να διαβάσετε περισσότερα για την άποψή μου για το βιβλίο. 


Καλή μας χρονιά! Με υγεία, χαρά και όμορφες αναγνώσεις.





28/12/18

"Ο πόλεμος με τις σαλαμάνδρες", Karel Čapek



«Σκοτεινή σάτιρα επιστημονικής φαντασίας», «ένα αντιπολεμικό και αντιναζιστικό αριστούργημα», «μια αλληγορία για την άνοδο του φασισμού και την επικράτηση του καταναλωτισμού», τέτοια βαρύγδουπα μπορεί να διαβάσει κανείς για τον «Πόλεμο με τις σαλαμάνδρες» του Κάρελ Τσάπεκ. Και το μυθιστόρημα του ανθρώπου που θα μείνει στην ιστορία για την πρώτη αναφορά στη λέξη «Ρομπότ» - στο θεατρικό έργο R.U.R το 1920- είναι σίγουρα όλα τα παραπάνω. Πάνω από όλα όμως είναι ένα βιβλίο, που σχεδόν εκατό χρόνια μετά την έκδοσή του, παραμένει πεισματικά επίκαιρο, τόσο λογοτεχνικά και αφηγηματικά, όσο και για τα θέματα που πραγματεύεται. 

Ο πλοίαρχος βαν Τοχ σε ένα ταξίδι του ανακαλύπτει σε ένα απομακρυσμένο νησί ένα είδος σαλαμάνδρας που περπατά στα δύο πόδια, ζει μέσα στο νερό και φαίνεται πολύ δεκτική στη μάθηση. Στην αρχή ο πλοίαρχος βοηθά τις Σαλαμάνδρες να ανοίγουν όστρακα σε αντάλλαγμα για τα μαργαριτάρια που έχουν μέσα. Σκορπίζει παντού αποικίες Σαλαμάνδρας, που όλο και επεκτείνονται και κατορθώνει να ρίξει τόσο την τιμή των μαργαριταριών από την υπερπροσφορά, που φτάνουν να έχουν μηδαμινή αξία. 

Με τον θάνατο του πλοιάρχου οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πως πιο πολύ αξίζει το εμπόριο των ίδιων των Σαλαμανδρών, ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Τα ζώα αυτά φαίνονται πολύ ήπια, μαθαίνουν εύκολα να μιλάνε, να γράφουν, συνεχίζουν τη ζωή τους και εκκολάπτονται σε μεγάλους αριθμούς χωρίς να φαίνεται να τα ενοχλεί πως η ανθρωπότητα τα εκμεταλλεύεται. Οι επιστήμονες τα μελετούν, τα βράζουν, τα διαμελίζουν, τα δοκιμάζουν, τους μαθαίνουν το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, τα χρησιμοποιούν από εργάτες ως σημαντικούς επιστήμονες, χωρίς ποτέ να τους δίνουν κανένα δικαίωμα. Ώσπου οι Σαλαμάνδρες γίνονται πάρα πολλές. Και… 

Το φουτουριστικό περιβάλλον που στήνει ο συγγραφέας είναι οργιαστικό- έχω διαβάσει πολλά μυθιστορήματα του είδους, αλλά οι Σαλαμάνδρες είναι από τα πιο ενδιαφέροντα όντα. Μοιάζουν και δεν μοιάζουν στους ανθρώπους. Φαίνονται παθητικές, φιλικές και λίγο αφελείς, αλλά τελικά αναλαμβάνουν δράση. Το μυθιστόρημα δεν έχει κεντρικό ήρωα, όμως η συλλογική φωνή των σαλαμανδρών γίνεται όλο και πιο εκκωφαντική. Ώσπου βρίσκει τον εκφραστή της. 

Πολύ ευαίσθητα θέματα, όπως η ηθική της επιστήμης, η εκμετάλλευση του ενός είδους από το άλλο, η παρέμβαση του ανθρώπου στη φυσική διαδικασία της εξέλιξης, ο καταναλωτισμός, η εξουσία που φέρνει το χρήμα, η αλόγιστη σπατάλη φυσικών πόρων ως την καταστροφή, πράγματα δηλαδή που μας απασχολούν έντονα και σήμερα, αφορούν και τον Τσάπεκ, εκατό χρόνια πριν. Το μυθιστόρημα έχει έντονα χιουμοριστικά στοιχεία- το προσωπικό μου αγαπημένο είναι ο Γερμανός επιστήμονας που διατείνεται πως «οι δικές τους Σαλαμάνδρες είναι ανώτερες πνευματικά και σωματικά από τις άλλες». 

Πιστεύω πως ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσουμε να καταλάβουμε σε όλο τους το περίπλοκο μεγαλείο τόσο σημαντικά ζητήματα όπως η άνοδος ολοκληρωτικών καθεστώτων, και η αγάπη για το χρήμα και την εξουσία, είναι η λογοτεχνία. Μόνο μέσα από την τέχνη μπορεί το ανείπωτο να εκφραστεί. Και αν για να γίνει αυτό χρειάζεται μια δίποδη, έλλογη Σαλαμάνδρα που εκτελεί γαμήλιο χορό, τότε εγώ θα ακολουθώ. Γιατί μυθιστορήματα όπως ο πόλεμος- που δεν είναι πόλεμος- με τις Σαλαμάνδρες μας φέρνουν όλο και πιο κοντά στην αναγνώριση του μεγαλείου της ανθρώπινης υπόστασης∙ και της φτήνιας της. 


                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ



«Ο πόλεμος με τις Σαλαμάνδρες», Κάρελ Τσάπεκ, μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μέδουσα, 3η έκδοση αναθεωρημένη 2018, σελ. 292 



14/12/18

"Μικρές φωτιές παντού", Celeste Ng




Το βιβλίο της Celest Ng έμεινε για πάνω από 40 εβδομάδες στη λίστα των Best sellers των New York Times. Ήταν το πρώτο βιβλίο που χρησιμοποίησε με τέτοιο θαυμαστό τρόπο το goodreads ως διαφημιστικό εργαλείο, κι έχει ακόμα και σήμερα πάνω από 4 αστέρια συνολικά στην πλατφόρμα, ενώ το έχουν βαθμολογήσει πάνω από 270.000 άνθρωποι. Το προηγούμενο βιβλίο της Celeste Ng, το πρώτο της, ήταν επίσης best seller στην Αμερική. Στην Ελλάδα το πρώτο της πέρασε μάλλον απαρατήρητο, οπότε μένει να δούμε τι θα κάνει αυτό το δεύτερο στην ελληνική αγορά. Αυτά τα στοιχεία είχα στο μυαλό μου διαβάζοντας το «Μικρές φωτιές παντού» κι επειδή θεωρώ πως οι προκαταλήψεις μας επηρεάζουν την ανάγνωση, χρήσιμο είναι να αναφερθούν. 

Στο Σέικερ Χάιτς, ένα προάστιο του Κλίβελαντ, όπου τα σπίτια είναι μεγάλα και όμορφα κι οι κάτοικοι εύποροι και προοδευτικοί, εμφανίζονται η Μία και η Περλ. Η Μία είναι καλλιτέχνης, ασχολείται με τη φωτογραφία, και ζει μαζί με την κόρη της Περλ μια νομαδική ζωή, δεν στεριώνουν πουθενά, ταξιδεύουν με ένα μικρό στραπατσαρισμένο αυτοκινητάκι κι όλα τους τα υπάρχοντα χωράνε εκεί. Νοικιάζουν ένα σπίτι από την Έλεν Ρίτσαρντσον. Η σπιτονοικοκυρά τους είναι μια γυναίκα που έχει σπουδάσει, παντρεύτηκε τον άντρα που γνώρισε στο Κολλέγιο, έχει τέσσερα παιδιά, καλή δουλειά, ωραίο σπίτι, προοδευτικές ιδέες, τα πάντα για εκείνη είναι τακτοποιημένα, όμορφα και μυρωδάτα. 

Όλα αλλάζουν όταν στη ζωή των τεσσάρων εφήβων παιδιών της Έλεν, μπαίνουν οι δυο νοικάρισσες. Η Περλ είναι συνομήλικη με τα παιδιά και μαγεύεται από αυτόν τον κόσμο της άνεσης και της χαράς που δεν έζησε ποτέ. Γίνεται κολλητή φίλη με τον μικρότερο γιο, θέλει ερωτικά τον μεγαλύτερο, ενώ έχει καλές σχέσεις με την μεγάλη κόρη της οικογένειας. Το μικρότερο κορίτσι της οικογένειας πάλι, που η Έλεν όλο το ψέγει και του βάζει την ταμπέλα του ταραξία, γοητεύεται από τη Μία και προσκολλάται πάνω της σαν να είναι αυτή η μητέρα της. 

Έτσι από την αρχή χτίζεται ένα δίπολο ανάμεσα στη βολεμένη οικογένεια και την καταραμένη περιπλανώμενη καλλιτέχνιδα, ανύπαντρη μητέρα, που ζει από δω κι από εκεί με έπιπλα που μαζεύει από τα σκουπίδια. Το βιβλίο κορυφώνεται όταν η Μία και η Έλεν θα μπουν σε προσωπική αντιπαράθεση μέσω της ιστορίας δύο άλλων γυναικών. Η φίλη της Έλεν, η Λίντα ΜακΚάλλοου υιοθετεί ένα μικρό κοριτσάκι Κινέζικης καταγωγής που το είχαν παρατήσει στο σταθμό των λεωφορείων μέσα σε μια κούτα. Μόνο που η Μία αντιλαμβάνεται πως ξέρει τη μητέρα που παράτησε το παιδί, και πως τώρα αυτή η γυναίκα, ακόμα φτωχή, ακόμα κατατρεγμένη, αλλά όχι πια σε κατάθλιψη, το ψάχνει. Τι είναι άραγε καλύτερο για το παιδί, να πάει ξανά στη βιολογική του μητέρα, Κινέζα μετανάστρια που το παράτησε και μετά βίας έχει σταθεί στα πόδια της έναν χρόνο μετά ή να παραμείνει στην εύπορη οικογένεια που το υπεραγαπά ήδη έναν χρόνο και έχει να του προσφέρει τα πάντα. 

Τα ηθικά διλήμματα στο μυθιστόρημα είναι πολλά. Αν κάποιος μάλιστα έχει κάτι να του προσάψει είναι ακριβώς αυτό, το πόσο προσχηματικά και χάρτινα μοιάζουν όλα, το κακό, το καλό, το περίπου καλό και το περίπου κακό. Η Ng μιλά για το βόλεμα, για το μύθο του καλλιτέχνη, για τις παρένθετες μητέρες, για την υιοθεσία, για τη μητρότητα, για το ποιες αποφάσεις πρέπει κανείς να πάρει στη ζωή του όταν έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Και πώς τότε, αν δεν βάλεις φωτιές, μικρές φωτιές στη ζωή του καθενός, και μεγάλη φωτιά στη δική σου, τις αποφάσεις θα τις πάρουν άλλοι για σένα. 

Απόλαυσα το βιβλίο της Ng, το διάβασα νιώθοντας σε κάποιες στιγμές μεγάλη ταύτιση- είμαι ταυτόχρονα η βολεμένη οικογενειάρχισσα και η καταραμένη καλλιτέχνιδα στο μυαλό μου. Όμως τώρα που πέρασε λίγος καιρός από την ανάγνωση, νιώθω πως κάτι έλειψε. Η συγγραφέας καταγράφει, αλλά δεν παίρνει ακριβώς θέση, κάποια ζητήματα όπως αυτό της έκτρωσης τα ακουμπά  επιφανειακά, σαν να τα φοβάται. Ομολογουμένως γράφει για πράγματα που πονάνε, μερικές φορές όσο πιο κοντά σου είναι το θέμα, τόσο δυσκολεύεσαι να βουτήξεις μέσα σου και να ξεγυμνωθείς. Μου έλειψε το ψυχικό στριπτίζ που θα έδινε μεγαλύτερο βάθος και ένταση σε όλα. Πάντως το πρόσημο της ανάγνωσης είναι σαφέστατα θετικό, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, με πλοκή και αφήγηση ρέουσα, που σου δημιουργεί την ανάγκη να σκεφτείς όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου και στη ζωή σου. Κι αν η κάθαρση δεν έρχεται, δεν πειράζει. Θα την βρούμε στο επόμενο.


                                                                                         Κατερίνα Μαλακατέ


"Μικρές φωτιές παντού", Celeste Ng, μετ. Ρίτα Κολαιτη, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 490














4/12/18

"Μπιλιάρδο στις εννιάμισι", Heinrich Böll



Είχα από μικρή αδυναμία στον Χάινριχ Μπελ, για χρόνια «Οι απόψεις ενός κλόουν» περιλαμβάνονταν στις λίστες με τα αγαπημένα μου βιβλία, "Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ" είναι από τα λίγα βιβλία που έχω διαβάσει και στο πρωτότυπο. Όμως μετά την ανάγνωση του "Ομαδικού πορτρέτου για μία κυρία" και τώρα του "Μπιλιάρδου στις εννιάμισι" νομίζω πως καταλαβαίνω τη σημασία του σε όλο της το αντιπολεμικό μεγαλείο. 

Ο Χάινριχ Μπελ ήταν στη Γερμανία από τις σταθερά αντιναζιστικές φωνές, αν και δεν γλίτωσε τη στράτευση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έχασε και τα δάχτυλα των ποδιών του από κρυοπαγήματα. Δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει πως υπήρχε και μια άλλη Γερμανία που δεν υποτάχτηκε στο Ναζισμό, κι έβλεπε πάντοτε ύποπτα την ευκολία με την οποία μεταπολεμικά η χώρα του μετατράπηκε σε ένα κράτος «Δημοκρατών». Ήθελε οι συμπατριώτες του να θυμούνται, να ξέρουν τι έγινε, να μπορούν να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 οι Γερμανοί βάλθηκαν να ξεχάσουν, όμως η επόμενη γενιά επανέφερε τη μνήμη, έδωσε φωνή στα φάντασματα κι έδωσε το έναυσμα για να το ξορκίσουν. Αυτά τα χρόνια της λήθης και της σιωπής, ο Μπελ δεν σταμάτησε να μιλά για αυτό που συνέβη, δεν έπαψε ποτέ να θυμάται.

Η πλοκή στο «Μπιλιάρδο» εκτυλίσσεται όλη μέσα σε μία μέρα, την 6η Σεπτεμβρίου 1958, μέρα των γενεθλίων του Χάινριχ Φαίμελ, ογδοντάχρονου περιώνυμου αρχιτέκτονα που έκτισε με μανία ένα σωρό κτήρια. Ο Φαίμελ είναι ένας άνθρωπος που έχασε τα δύο πρώτα παιδιά του νωρίς, ενώ το τέταρτο και τελευταίο, ο Όττο, πήρε «τη μετάληψη του βούβαλου» κι είχε πεθάνει για κείνον πολύ πριν σκοτωθεί στον πόλεμο. Εν ζωή είναι μόνο το τρίτο του παιδί, ο Ρόμπερτ, εξαιρετικός Στατικός, που στον Πόλεμο ανατίναζε κτήρια. Ένας άντρας που δεν έλαβε  ποτέ τη μετάληψη του βούβαλου, παρέμεινε για πάντα «αμνός», κι είδε τη ζωή του να καταστρέφεται. Παίζει μπιλιάρδο κάθε πρωί στις εννιάμισι στο ξενοδοχείο «Πρίγκηψ Χάινριχ», μιλά μόνον στον νεαρό γκρουμ Χιούγκο, και ζει τόσο αποξενωμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, που μοιάζει παγωμένος. Ο γιος του Ρόμπερτ, και εγγονός του Χάινριχ, είναι κι αυτός αρχιτέκτονας, αλλά κάτι τον εμποδίζει να χτίσει ξανά το αβαείο του Αγίου Αντωνίου που έχτισε ο παππούς κι ανατίναξε ο πατέρας του. 

Ο Χίτλερ και ο Ναζισμός δεν αναφέρονται ποτέ ονομαστικά στο βιβλίο, όμως κυριαρχούν στο μυαλό όλων, ορίζουν τη ζωή τους στο σήμερα, ακόμα και των νεότερων, των εγγονών. Αυτοί που ήταν Ναζιστές τότε, αυτοί που κυνήγησαν, κατέδωσαν, βασάνισαν, παρέμειναν ατιμώρητοι. Κάποιοι μάλιστα νομίζουν πως μπορούν να γίνουν και φίλοι με αυτούς που κάποτε κατεδίωξαν και τους τσάκισαν τη ζωή. Το Μπιλιάρδο είναι ένα μυθιστόρημα για τη μνήμη, για την ευκολία των ανθρώπων να ξεχνούν, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο. Για τον τρόπο που έχει η ζωή να εκδικείται και να θυμάται, για τη λογική, την τρέλα, τα σχέδια των ανθρώπων που γκρεμίζονται και μετά δύσκολα ανοικοδομούνται. Οι Φαίμελ, αρχιτέκτονες, στατικοί και ανατιναχτές, συμβολίζουν όλη την Γερμανία, κάθε γενιά στη σειρά της. 

Αφηγηματικά, το βιβλίο μοιάζει κατακερματισμένο, με συνεχή φλας μπακ σε μνήμες, πότε του πατέρα, πότε του παππού, πότε του εγγονού. Ο συγγραφέας παίζει με τον χρόνο, τον κατακρεουργεί για να μπορέσει να κατανοήσει τι είναι αυτό που συνέβη, και πώς μπορεί να το ξορκίσει. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη, ο αναγνώστης χρειάζεται ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστεί, να καταλάβει ποιος μιλάει και για ποια εποχή. Αυτό δίνει υπεροχή στο κείμενο, και βάθος στους χαρακτήρες, μπορούμε να τους δούμε ταυτόχρονα και στο παρόν και στο παρελθόν κι από πολλές οπτικές γωνίες- μέσα και έξω τους. Ταυτόχρονα αυξάνει τον δείκτη δυσκολίας της ανάγνωσης, και καθιστά το "Μπιλιάρδο" ένα αφηγηματικό επίτευγμα που λίγοι συγγραφείς έχουν κατορθώσει. 
 
Ο Χάινριχ Μπελ, εν αντιθέσει με πολλούς Γερμανούς συγγραφείς ούτε υποτάχτηκε στο Ναζιστικό καθεστώς, ούτε αυτοεξορίστηκε. Δεν ξέχασε, δεν ξέφυγε, τον όρισε ο πόλεμος. Αντίθετα, δημιούργησε έργα Τέχνης, μίλησε για τη ζωή του, για το πως είναι να είσαι «αμνός», ανοιχτόμυαλος, ανεκτικός, δημοκρατικός, σε ένα μέρος και σε μια εποχή που κυριαρχεί το Κακό, και παρέδωσε στην επόμενη γενιά μια σοβαρή παρακαταθήκη. Χρέος μας είναι να τον διαβάσουμε, να τον καταλάβουμε και να μην επαναλάβουμε τη φάρσα της Ιστορίας. 


                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ 


«Μπιλιάρδο στις εννιάμισι», Χάινριχ Μπελ, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 447