31/12/19

βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2019





Βαθμολογίες παντού, απολογισμοί, λίστες, πανικός. Ζω με λίστες, για τα ψώνια, για αυτά που έχω να κάνω σήμερα, για αυτά που πρέπει να κάνω μέσα στην εβδομάδα, το μήνα. Έχω τετράδια και σκόρπια χαρτιά, έχω ημερολόγια και χάος. Γράφω παντού με βούλες. Πάρτε μία ακόμα, στο πνεύμα της χαριτωμένης παράδοσης τούτου του ιστολογίου. Αν δεν σας φτάνει ο ξερός βαθμός, όπου το όνομα του βιβλίου είναι μπλε, μπορείτε να πατήσετε για να δείτε το κείμενο που έγραψα τότε.


Υ.Γ.42 Φέτος διάβασα 66 πεζογραφικά βιβλία ολόκληρα, κι άφησα αρκετά στη μέση, σχεδόν 20 μετράω στη σχετική στοίβα. Φαίνεται πως δεν ήταν μια καλή αναγνωστική χρονιά για μένα αν κρίνει κανείς μόνο από τους αριθμούς, όμως στην πραγματικότητα ήταν μια χρονιά πλήρως αφιερωμένη στα βιβλία. Διάβασα πολύ για το μεταπτυχιακό και για την έρευνα για το δικό μου μυθιστόρημα. Τώρα που το μυθιστόρημα οδεύει προς την έκδοση (την άνοιξη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) διαβάζω περισσότερη λογοτεχνία. Τα κείμενα στο blog ήταν σαφώς λιγότερα από άλλες χρονιές, αν και θεωρώ νίκη πως δέκα χρόνια μετά έχω ακόμα όρεξη να γράφω εδώ, έστω και πιο αραιά. Επέλεξα να μην βαθμολογήσω τα βιβλία που διάβασα χωρίς να γράψω κείμενο για αυτά. Του χρόνου μπορεί να αλλάξω πάλι γνώμη. Του χρόνου, θα είναι μια καινούργια εμπειρία. Έχω λόγους να ανυπομονώ να έρθει το 2020. Κι ελπίζω να έχετε κι εσείς. Γιατί δεν βγαίνει αλλιώς. 


                                            Καλές γιορτές! Καλή χρονιά!
                                          Υγεία και αγάπη για όλους μας! 






Διάβασα σπουδαία βιβλία το 2019. Ξεχωρίζουν μέσα μου "Το χείλος της αβύσσου" του Έριχ Κέστνερ (μετ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις), οι "Οδηγίες για οικιακές βοηθούς" της Λουσία Μπερλίν (μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα) και η "Πατρίδα" του Φερνάντο Αραμπούρου (μετ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη). 


   


29/12/19

"Θεά Ακρόπολη", Λουκία Δέρβη



Η Λουκία Δέρβη εμπνέεται από ένα ξενοδοχείο πάνω στην πλατεία Συντάγματος, με θέα την Ακρόπολη, που μοιάζει, αλλά δεν είναι, η Μεγάλη Βρετανία, και καταδύεται στα άδυτά του, εκεί που ποτέ κανένας πελάτης δεν θα πάει, στον χώρο του προσωπικού. Βασικοί της ήρωες, η καμαριέρα του έβδομου ορόφου Θέκλα, μια φοβερά όμορφη γυναίκα, που έχει ένα μωρό κι έχει μόλις χωρίσει από τον Παρμενίωνα, ο καλόκαρδος ρεσεψιονίστ Μάκης που ζούσε μέχρι τώρα με τη μαμά του και τώρα ψάχνει μια καλή κοπέλα και η Χαρούλα, το μορφωμένο κορίτσι που κλείνει τις μεγάλες δουλειές του ξενοδοχείου όμως ζει μια προσωπική τραγωδία με τη χρεοκοπία της οικογένειάς της. 

Το ξενοδοχείο μοιάζει να είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, μπροστά από τα μάτια μας παρελαύνουν περίπου 23 χαρακτήρες, και πελάτες και άλλα μέλη του προσωπικού. Πάνω σε αυτό τον καμβά ανθρώπων πάντως, στη βαβούρα και τις ζωές τους, χτίζεται μια ιστορία ξεχωριστή. Ο Μάκης είναι ερωτευμένος με τη Θέκλα, αν και δυσκολεύεται πολύ να την πλησιάσει, ίσως και λόγο του χωλού του ποδιού. Είναι ένας από τους πιο καλούς χαρακτήρες της λογοτεχνίας – μου θύμισε κάπως τον Τζαρντάις στον Ζοφερό οίκο. Η Θέκλα είναι ιδιότροπη, περήφανη που καθαρίζει τον πιο εξκλούσιβ όροφο, που έχει τη δική του ρεσεψιόν. Αγαπημένο της χόμπι είναι να χτυπάει την πόρτα και να μπαίνει αμέσως στα δωμάτια, χωρίς να περιμένει, πιάνοντας τους ενοίκους τους στα πράσα: να κοιμούνται, να κάνουν έρωτα, να χαζεύουν. Είναι κολλημένη με τον πρώην σύζυγο, παρ’ όλο που αυτός είναι ένας νταής που την χτυπάει στο όνομα της αγάπης. Κι η Χαρούλα αγαπάει τον Μάκη, γιατί μοιάζει τόσο ευάλωτος όσο κι εκείνη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή ανόδου και αθωότητας, το 1992. 

Η συγγραφέας είναι εμφανώς γοητευμένη από τη μυστική ζωή των μεγάλων ξενοδοχείων, τη ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, είναι η δική της θέα στην Ακρόπολη. Κάνει την κομβική επιλογή να επιλέξει πρωταγωνιστές από το προσωπικό κι όχι από τους πλούσιους πελάτες, μιλάει για πράγματα που αφορούν όλους μας. Αυτό που βγαίνει από το μυθιστόρημα τελικά είναι γλύκα και αγάπη για τους ήρωές της∙ ακόμα κι όταν κάνουν τη λάθος επιλογή την έκαναν γιατί είναι ο εαυτός τους. Η Θέα Ακρόπολη είναι χαμηλότονο βιβλίο, κρατά το ενδιαφέρον χωρίς να κραυγάζει, ασχολείται με θέματα που πονάνε χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα. Κι όλο φαντάζεσαι πως, κάποιος από αυτούς τους χαρακτήρες, είσαι εσύ. 



                                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Θέα Ακρόπολη", Λουκία Δέρβη, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 212

23/12/19

14 +1 βιβλία που θα (ήθελα να) διαβάσω στις γιορτές




Παλιότερα διάβαζα λιγότερο στις γιορτές και στις διακοπές. Τώρα όμως η μεγάλη ηλικία πλησιάζει επικίνδυνα και πιάνω τον εαυτό μου όλο και πιο πολύ να προτιμώ το βιβλίο μου από τους ανθρώπους. Όχι όλους τους ανθρώπους φυσικά, απλά σπάνια θα χαλαλίσω την ώρα του διαβάσματός μου για κάποια αδιάφορη κοινωνική υποχρέωση. Ιδού τι φιλοδοξώ να διαβάσω-- είναι σοβαρή βέβαια η πιθανότητα να μην διαβάσω ούτε τα μισά.

1. "Άπαντα τα πεζά", Μπρούνο Σουλτς, μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 480, 2019



Έχω ήδη αρχίσει να διαβάζω τον Σουλτς, κάποια βράδια ξεκλέβω ένα διήγημα από τα Άπαντα αντί να συνεχίσω την ανάγνωση του κανονικού μου βιβλίου. Πρόκειται για τις δύο δημοσιευμένες συλλογές διηγημάτων του, για κείμενα σπάνιας ομορφιάς από αυτά που μπορούν να σε αφήσουν με το στόμα ανοιχτό για τα θαύματα του ανθρώπινου νου. Ο Σούλτς είναι συμβολικός και ταυτόχρονα σουρρεαλιστικός, είναι εξπρεσιονιστής και μοντερνιστής, μοντέρνος με έναν τρόπο που μοιάζει να έρχεται από τα βάθη των αιώνων, είναι εθιστικός. Πρόκειται ίσως για έναν από τους σημαντικότερους Πολωνούς συγγραφείς, που στέκεται επάξια απέναντι στα ιερά τέρατα, και δεν έχω σκοπό να ξεμπερδεύω μαζί του έτσι εύκολα. 


2.  "Κονσέρτο Μπαρόκ", Alejo Carpentier, μετ. Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδ. Εξάντας, σελ. 120, 2019



Ο Carpentier είναι από τους σημαντικότερους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, είχε σχέση με τους Ευρωπαίους σουρρεαλιστές και θεωρείται από αυτούς που θεμελίωσαν τον μαγικό ρεαλισμό. Εγώ - όσο παράδοξο κι αν φαίνεται- δεν έχω διαβάσει ποτέ τίποτα δικό του. Με την ευκαιρία των επανεκδόσεων από τον Εξάντα, ήρθε νομίζω η ώρα για το Κονσέρτο Μπαρόκ, ένα βιβλίο στο οποίο εκτός των άλλων χρησιμοποιεί και τις μουσικολογικές του γνώσεις.


3. "Ο Δράκος της Πρέσπας ΙΙ- Κεχριμπαρένια Έρημος", Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 576, 2019




Κάθε νέο βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου είναι για μένα εκδοτικό γεγονός. Είναι μακράν η αγαπημένη μου Ελληνίδα συγγραφέας κι ό,τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω αλλά ποτέ δεν θα καταφέρω. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας όπου αφηγείται την ιστορία από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Για το πρώτο βιβλίο διαβάστε εδώ:


4. "Η Φράννυ και ο Ζούι", Τζ. Σάλιντζερ, εκδ. Πατάκη, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Πατάκη, σελ. 232, 2019




Η σχέση μου με τον Σάλιντζερ είναι αγάπης-μίσους, τον διαβάζω και μετά τον αποδομώ μέσα μου. Ίσως ήρθε η ώρα να αλλάξω γνώμη. Ή ίσως πάλι επιβεβαιωθούν όλοι μου οι φόβοι. Γιατί η μικρή νουβέλα είναι μάλλον σαν συνέχεια του Φύλακα στη Σίκαλη. Κι εγώ έχω γράψει αυτό το κείμενο, κάποτε: http://diavazontas.blogspot.com/2012/07/the-catcher-in-rye-jd-salinger.html. Τουλάχιστον είναι εγγύηση η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου.

5. "Πικρία χώρα", Κωνσταντία Σωτηρίου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.120



Το τελευταίο μέρος της άτυπης τριλογίας της Κωνσταντίας Σωτηρίου για την Κύπρο μόλις κυκλοφόρησε. Κι εγώ λέω πως ήρθε η ώρα να πιάσω και τα τρία βιβλία μαζί, "Η Αισέ πάει διακοπές", "Φωνές από χώμα", "Πικρία χώρα". 


6.  "Πάνω στα ποτάμια που κυλούν", Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, μετ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλις, σελ. 280, 2019


Φήμες λένε πως ο Αντούνες είναι σπουδαιότερος συγγραφέας από τον Σαραμάγκου και θα έπρεπε να έχει πάρει εκείνος το Νόμπελ. Είναι η γραφή του τόσο πυκνή που θυμίζει Φώκνερ ή Σελίν. Στα αυτιά μου αυτό ακούγεται ιερόσυλο. Και μιας και δεν έχω ξαναδιαβάσει Αντούνες, ήρθε η ώρα. Είναι και το θέμα του βιβλίου ενδιαφέρον, ένας άντρας βρίσκεται στο νοσοκομείο της Λισαβόνας και μέσα του μεγαλώνει ένας καρκίνος. Μιας και μοιάζει να μην έχει μέλλον, αναμοχλεύει το παρελθόν. 

7. "Το αρχείο των χαμένων παιδιών", Valeria Luiselli, μετ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 500, 2019



Το θέμα του βιβλίου, για τα παιδιά που χάνονται όσο προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα και να μπουν στις ΗΠΑ μοιάζει μακρινό αλλά ταυτόχρονα τόσο κοντινό. Τα ασυνόδευτα παιδιά της δικής μας "μεταναστευτικής κρίσης" με στοιχειώνουν, το θέμα είναι τόσο αδιανόητο και ταυτόχρονα οικείο. Θέλω πολύ να δω πώς μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί ένα τόσο καυτό ζήτημα.  


8. "Θαμμένος ζωντανός. Μια ιστορία του καιρού μας", Άρνολντ Μπέννετ, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 318




Η Βιρτζίνια Γουλφ τον μισούσε γιατί δεν έγραφε μοντερνιστικά, οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έναν αριβίστα που έγραφε απλά για να πουλήσει. Όμως ο Άρνολντ Μπέννετ κατάφερε να νικήσει τη λήθη κι είναι ακόμα γνωστός. Έγραψε σε μια εποχή που η λογοτεχνία άλλαζε, κι αυτός κατηγορήθηκε πως είχε μείνει πίσω. Το Θαμμένος ζωντανός γράφτηκε το 1908, πήρε διθυραμβικές κριτικές ως ένα "διασκεδαστικό ανάγνωσμα", πούλησε όσο όλος ο μοντερνισμός μαζί, κι εγώ εκατό και βάλε χρόνια μετά όλο το λιγουρεύομαι να το διαβάσω.

9. "Μεφίστο", Κλάους Μαν, μετ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Έρμα, 2019, σελ.480




Το Μεφίστο εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του άντρα της αδελφής του Μαν και καλύτερού του φίλου, μιλάει για ένα επιτυχημένο ηθοποιό, με σοσιαλιστικές ιδέες, υπέρμαχο της ελευθερίας, που το μόνο που θέλει είναι να πετύχει. Με την άνοδο του Χίτλερ αναγκάζεται σιγά σιγά να απαρνηθεί τις ιδέες του και να συνεργαστεί με το Κακό. Το βιβλίο είναι πια κλασικό, αν και φυσικά ο Κλάους δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει τον πατέρα του, Τόμας, σε δόξα και συγγραφική δεινότητα. Το βιβλίο δημιούργησε πολλές ίντριγκες, ο θετός γιος του ανθρώπου που σκιαγραφεί έκανε για χρόνια δικαστήρια προσπαθώντας να απαγορεύσει την κυκλοφορία του, ένα must-read για κάθε βιβλιόφιλο που σέβεται τον εαυτό του.


10. "Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", Elizabeth Strout, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 192



Η Elizabeth Strout είναι το νέο ανερχόμενο όνομα στο Αμερικάνικο μυθιστόρημα και τούτο είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη μοναξιά, την επιθυμία και την αγάπη, λίγο πριν το τέλος. Θεωρώ πως είναι από τα βιβλία που θα συζητηθούν πολύ στη χρονιά που θα έρθει.



11."Ένας επικίνδυνος γόης", Ζυλέν Γκρακ, μετ. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 233


Ο Ζυλιέν Γκρακ υπήρξε μείζων συγγραφέας του σουρρεαλισμού, πολύ κοντινός του Αντρέ Μπρεντόν. Ένας από τους λίγους που το έργο του μπήκε στην Bibliothèque de la Pléiade όσο ήταν εν ζωή, Ο επικίνδυνος γόης είναι από τα πιο αλλόκοτα βιβλία του, μιλά για μια φασματική φιγούρα, που φτάνει σε ένα παραθεριστικό θέρετρο με σκοπό να σκοτώσει. Οι γύρω συνειδητοποιούν αργά αργά τι συμβαίνει. Γράφτηκε σε ένα απομακρυσμένο γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων.

12. "Δρ. Ζιβάγκο", Μπόρις Πάστερνακ, μετ. Μαρία Τσαντσάνογλου, εκδ. Ποταμός, 2015, σελ.652



Θα ξαναδιαβάσω τον Δόκτωρα μετά από πολλά πολλά χρόνια γιατί είναι το πρώτο βιβλίο της Λέσχης Ανάγνωσης του Booktalks για τη νέα χρονιά. Ελάτε κι εσείς το Σάββατο 25 Ιανουαρίου στις 3:30μ.μ.

13. "κάποιοι άλλοι", Ιάκωβος Ανυφαντάκης, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 344



Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης στο τρίτο του βιβλίο μιλάει για τη γενιά μας με όρους κρίσης. Κι ίσως είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα να μιλήσεις στο εδώ και το τώρα για αυτό που μας συμβαίνει. Μου αρέσει πολύ να ακολουθώ τους (σχεδόν) συνομήλικούς μου συγγραφείς και να έχω εποπτεία του ελληνικού τοπίου στη λογοτεχνία. Από αυτά τα βιβλία θα προκύψουν όλα τα νέα και μεγάλα.

14. "Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών", Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ, μετ. Στέλλα Χρηστίδου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 512



Το αδικημένο βιβλίο της χρονιάς που φεύγει, έμεινε στο κομοδίνο μου όλους αυτούς τους μήνες. Ο Τάνπιναρ θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην Τουρκία και τα Ρολόγια το αριστούργημά του. Τα Ρολόγια είναι ένα βιβλίο για την ταυτότητα, τον χρόνο, την ύπαρξη. Πιθανότατα το σημαντικότερο μυθιστόρημα που γράφτηκε στη γείτονα τον 20ο αιώνα.


+1. "Νευρο-φυλές", Steve Silberman, μετ.Ρηγοπούλου Μυρτώ-Ζωή, εκδ. Ποταμός, 2019, σελ.512



Το non-fiction βιβλίο των γιορτών, μιλάει για τον αυτισμό και το Aspergers, τις απαρχές της διάγνωσης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κυρίως των υψηλής λειτουργικότητας αυτιστικών. Προφανώς έχω ειδικό ενδιαφέρον για τη νευροτυπικότητα, σε αρκετές σελίδες το κλείνω, αναλογίζομαι αν μας ταιριάζει- μας ταιριάζει- κι έπειτα συνεχίζω, αλλά νομίζω πως είναι ένα βιβλίο που θα ωφελήσει τους πάντες. Για να καταλάβουμε τη γεωγραφία του ανθρώπινου μυαλού, και να συνειδητοποιήσουμε τις άπειρες δυνατότητές του.


                                                    Κατερίνα Μαλακατέ





Υ.Γ. 4-2 Αυτή είναι η δική μου λίστα to read, δεν αφορά κανέναν άλλον, και δεν την προτείνω σε κανέναν άλλον. Θα αδικούσα ένα σωρό βιβλία. Εξάλλου εγώ έχω διαβάσει πολλά βιβλία που για άλλους είναι ακόμα αδιάβαστα. Απλά νομίζω πως έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς επιλέγει βιβλία για τις γιορτές ένας βιβλιόφιλος. Αν θέλετε να μάθετε την περίληψη της πλοκής των βιβλίων που ελπίζω πως θα διαβάσω, τότε πατήστε στα ενεργά λινκς. Εγώ περιλήψεις για βιβλία που δεν έχω διαβάσει δεν κάνω.

Υ.Γ. 4-3-2-1 Διαβάζω ήδη Σουλτς, Το αρχείο των χαμένων παιδιών και Νευρο-φυλές. Μην πείτε τίποτα για πολυγαμίες, απιστίες, ξέρω γω τι, σας έφαγα. Ένα μυθιστόρημα, διηγήματα, κι έναν non-fiction. Είναι απολύτως λογικό.

Υ.Γ.42 Λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου θα βαθμολογήσω τα βιβλία που διάβασα αυτή τη χρονιά-- αμείλικτα όπως πάντα. 

19/12/19

"Τέσλα", Vladimir Pištalo



Ο Βλάντιμιρ Πίσταλο έχει γράψει μια μυθιστορηματική βιογραφία του Νίκολα Τέσλα. Ας αρχίσουμε από αυτό, γιατί είναι κομβικό. Δεν έχει γράψει μια βιογραφία, έχει εμπνευστεί από τη φιγούρα και τα επεισόδια της ζωής του Τέσλα, αλλά το πως τα αναπαριστά είναι καθαρά μυθοπλαστικό. Το βιβλίο χωρίζεται σε 127 (μικρά) κεφάλαια, όπου ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει έναν Τέσλα ιδιοφυή και ταυτόχρονα δύσκολο ως χαρακτήρα, μονόχνωτο, κάποιες στιγμές στα όρια της τρέλας. 

Όλα αρχίζουν σε ένα χωριό της σημερινής Κροατίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του Τέσλα είναι ορθόδοξος Σέρβος ιερέας, και μετά τον περίεργο θάνατο του πρώτου του γιου, θα ήθελε ο δεύτερος, ο Νίκολα, να ακολουθήσει τα βήματά του. Για την ακρίβεια θεωρεί όλα αυτά τα περίεργα για τα οποία ενδιαφέρεται ήδη από πολύ μικρός ο Τέσλα άχρηστα και δεν θέλει με τίποτα να γίνει ο γιος του μηχανικός. Μόνο αφού πέφτει ο Νίκολα του θανατά από χολέρα, αποφασίζει να τον αφήσει να ακολουθήσει την κλίση του. 

Ο Τέσλα βρίσκεται στο Γκρατς, στην Πράγα, στη Βουδαπέστη, στο Παρίσι για σπουδές και καταλήγει στη Νέα Υόρκη, πάντα πολύ αφοσιωμένος στην επιστήμη και στις εφευρέσεις του. Στην Αμερική συναντά τον Τόμας Έντισον, για λίγο γοητεύεται και συνεργάζεται μαζί του, ώσπου να αρχίσουν οι συγκρούσεις για το εναλλασσόμενο ρεύμα, έπειτα βρίσκει άλλους μαικήνες, μπλέκεται σε ίντριγκες, φτιάχνει πράγματα σαν τρελός, χάνει πατέντες- τον ακολουθούμε με έναν τρόπο μερικές φορές ονειρικό και λυρικό και άλλες εντελώς πραγματικό. Αυτή είναι η βασική αρετή του βιβλίου. Δεν διστάζει να τον ερμηνεύσει, να τον βάλει να έχει φαντασιώσεις, να τον αφήσει να μαλώσει, να μας πει για την περιώνυμη αγαμία του, για αυτά που συμβαίνουν στο κεφάλι του σε σχέση με τον θάνατο του αδελφού του και την οικογένειά του. Ο Τέσλα σίγουρα δεν γίνεται πιο συμπαθής έτσι∙ ούτε πιο οικείος. Γιατί δεν ήταν, ούτε καν για τους γύρω του. Όμως δεν χάνεις αυτή τη φωτιά που καίει μέσα του, που βασίζεται στην επιστήμη αν και μερικές στιγμές φαντάζει εντελώς μεταφυσική. Πράγμα που ισχύει για πολλές μεγαλοφυΐες. 

Το κείμενο δεν είναι ευκολοδιάβαστο, έχει σελίδες που δεν ρέουν, και στιγμές που πρέπει να ξαναδιαβάσεις για να συνειδητοποιήσεις το νόημα. Δεν είναι φτιαγμένο για μπεστ σέλερ, ούτε γράφτηκε για να εκμεταλλευτεί τον Τέσλα. Είναι εμπνευσμένο από αυτόν, ο εφευρέτης προφανώς στοίχειωσε τον συγγραφέα, κι ο συγγραφέας στοίχειωσε τον εφευρέτη με ένα σωρό φαντάσματα. Ένα κομμάτι μου θέλει τώρα να διαβάσει μια απλή βιογραφία του Τέσλα, για να μάθει τι είναι μυθοπλασία και τι αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Αυτό φυσικά είναι ανέφικτο. Μερικές φορές η λογοτεχνία, μέσα στην υπερβατικότητά της, προσεγγίζει με μεγαλύτερη ενάργεια τα γεγονότα. Δεν ξέρω τι κατάφερε σε αυτόν τον τομέα ο Πίσταλο, ξέρω όμως πως σίγουρα έγραψε ένα γοητευτικό και αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα. 


                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Τέσλα", Βλάντιμιρ Πίσταλο, μετ. Χρήστος Γκούβης, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 526











ΥΓ. 42 Μιλάμε για το καλύτερο- και πιο φωσφορίζον- εξώφυλλο της χρονιάς. Για να κοιμηθείτε, βγάλτε το από το δωμάτιο. 





12/12/19

"Η αστυνόμος", Ανδρέας Μήτσου



Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, ξέρεις με σιγουριά πως διαβάζεις ένα βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου. Αυτή η κατάκτηση— το προσωπικό, αναγνωρίσιμο ύφος— δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούν να περηφανευτούν πολλοί από τους συγγραφείς μας. Τόσο η γλώσσα όσο και ο χειρισμός τους θέματος είναι χαρακτηριστικοί, και αυτό σε κάνει να νιώθεις οικειότητα με το κείμενο, σαν να ξαναγυρνάς σε κάτι αγαπημένο. 

Στην Αστυνόμο ο Μήτσου πραγματεύεται τα όρια του ερωτισμού και των σχέσεων, πού τελειώνει ο έρωτας και πού αρχίζει η κακοποίηση. Η Λένα Στρατήγη είναι αστυνόμος. Ο πατέρας της είναι συγγραφέας, έχει μόνιμο δεσμό με μια γυναίκα, αλλά του αρέσουν και οι ευκαιριακές σχέσεις με άλλες. Η Λένα μέσα της κατηγορεί τον πατέρα της για τον χωρισμό με τη μητέρα και τον χαμό της, εξωτερικά όμως διατηρεί άψογες σχέσεις μαζί του και συχνά πυκνά τού αφηγείται γεγονότα της δουλειάς για να του δώσει τροφή για τις φαντασιώσεις και τα γραπτά του. Ώσπου του γνωρίζει τη Νίκη, μια λαϊκή γυναίκα που την κακοποιεί ο νταλικιέρης άντρας της, μια πανέμορφη και ηδονική ύπαρξη. Ο πατέρας θα πέσει στα δίχτυα της Νίκης— και της Λένας— και το παιχνίδι θα οδηγήσει στην καταστροφή. 

Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες, ο πατέρας, η Λένα και η Νίκη, είναι οριακές προσωπικότητες, ακραία ερωτικές ή τελείως ασεξουαλικές και αντιερωτικές. Ο πατέρας τιμωρείται με έναν ιδιότυπο τρόπο γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και τον ανομολόγητο έρωτα της κόρης. Αφηγητές είναι πότε ο πατέρας και πότε η Λένα, και αυτή η εναλλαγή είναι που δίνει βάθος. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε ιστορία διαστροφής, μα όχι, το μυθιστόρημα ειδικά από τη μέση και μετά απογειώνεται. Το σασπένς δημιουργείται γιατί δεν ξέρουμε ως το τέλος ποιος κινεί τα νήματα της αφήγησης και του παιχνιδιού, ποιος είναι θύτης και ποιος θύμα. Η κόρη είναι ένας από τους πιο μυστήριους και ταυτόχρονα ελκυστικούς χαρακτήρες, αψυχολόγητη, μοιάζει να λαμβάνει ηδονή μόνο από την εξουσία πάνω στον πατέρα της, κι όταν πια τον έχει δικό της, σπασμένο και διαλυμένο, χάνει το ενδιαφέρον της. 

Ο Μήτσου είναι δεινός ερωτογράφος, καταφέρνει να βάλει πολλαπλά ερωτήματα για τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια φαινομενικά απλή ιστορία ερωτικής εξαπάτησης. Κι αν οι διάλογοι στην αρχή ξενίζουν, και μοιάζουν επιφανειακοί, βοηθάνε για να τρενάρει λιγάκι η πλοκή και να μπλεχτεί το ερωτικό κουβάρι των δυο αφηγήσεων έτσι που να μοιάζει σχεδόν άλυτο το μυστήριο της αγάπης, του έρωτα και της ύπαρξης. 


                                     

                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Η αστυνόμος", Ανδρέας Μήτσου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 239

6/12/19

"Μαύρο νερό", Μιχάλης Μακρόπουλος



Η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου είναι από εκείνα τα βιβλία που θα τα διαβάσεις μια Παρασκευή βράδυ κουλουριασμένος στον καναπέ σου και πιθανότατα η ανάγνωση να μην σου πάρει πάνω από δύο-τρεις ώρες. Έπειτα όμως θα τη σκέφτεσαι για καιρό, γιατί στις τόσο λίγες λέξεις της κρύβεται αυτό που είναι αληθινό για την ανθρώπινη ύπαρξη, μένουν τα σημαντικά ξεγυμνωμένα από όλα τα άλλα: η αγάπη, ο τόπος, η γλώσσα. Και για αυτά αξίζει— όχι να θυσιαστείς, αυτό είναι άσκοπο και αδιάφορο— αλλά να ζήσεις. 

Ο Πατέρας ζει σε ένα χωριό ψηλά στην Ήπειρο με τον Χριστόφορο, τον γιο του. Λίγοι χωριανοί έχουν μείνει πια, μιας και η αρρώστια τούς αποδεκάτισε όλους, και ζουν χάρη σε ένα ελάχιστο επίδομα. Όλα γύρω είναι μολυσμένα, το νερό, το κρέας των ζωών, ο αέρας που ανασαίνουν, όμως αυτοί οι λίγοι αρνούνται να πάνε στα νέα σπίτια που τους έχτισε σε κάτι σαν καταυλισμό το κράτος. Ο Πατέρας πηγαίνει με το λεωφορείο στην πόλη για τρόφιμα, να φέρει για εκείνον και τον Φόρη τα απολύτως βασικά, κι ίσως κι ένα δύο μεταχειρισμένα βιβλία. Μερικές φορές κουβαλάει τον Φόρη στο σακίδιο του για να πάνε βόλτα. Γιατί ο Φόρης γεννήθηκε όταν η μάνα του είχε ήδη αρρωστήσει, και τα πόδια του είναι ανύπαρκτα, το ίδιο και το ένα του χέρι. Αλλά ο Φόρης λατρεύει τον Πατέρα του και τα βιβλία και θέλει να ζήσει. Εκεί, στο χωριό. 

Είναι ίσως για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία για την αγάπη. Όχι για την αυταπάρνηση ή τη φροντίδα, αλλά για την αγάπη όλων όσων νιώθεις πως είναι δικοί σου και δικά σου κι έχουν μια κάποια σημασία. Η ζωή δεν γίνεται ποτέ αβίωτη όταν ξέρεις τι σε πονάει και σε καθηλώνει. Ως το τέλος. Πρόκειται για μια εξαιρετική νουβέλα γλωσσικά— πώς αλλιώς αφού γράφει ο Μιχάλης Μακρόπουλος— μα κι ένα βαθιά συγκινητικό και υπαρξιακό βιβλίο. Ο Πατέρας είναι ο καθένας από μας όταν καθαρίσει από τις μικρότητες της καθημερινότητας. Και ο τόπος, εκεί που γεννήθηκες και ανήκεις, μια σταθερά πέρα από γραφικότητες, η πραγματική έννοια της πατρίδας. 



                                              Κατερίνα Μαλακατέ




"Μαύρο νερό", Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Κίχλη, 2019, σελ. 77












2/12/19

"Αμέρικα Αμέρικα", Ethan Canin




Το Αμέρικα Αμέρικα είναι ένα μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο, με πολλές προεκτάσεις, μια τοιχογραφία εποχής, αλλά κι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, με έρωτα, πολιτική, πόλεμο, έγκλημα, και το αμερικάνικο όνειρο να περνούν από τις κοντά 600 σελίδες του. Προφανώς δεν είναι ΤΟ Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα—αλλά αυτό μάλλον θα εξελιχθεί σε αστικό μύθο, περίπου σαν τους αλιγάτορες στους υπονόμους. 

Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια σχεδόν ντικενσιανή αφήγηση. Αφηγητής ο 50χρονος εκδότης μιας μικρομεσαίας εφημερίδας, ο Κόρει Σίφτερ, που μέσα από τα μάτια του 16χρονου εαυτού του, μας μιλά για την οικογένεια Μέτερι, αλλά και τον γερουσιαστή Μπονγουίλερ. Τον Κόρει, γιο ενός φτωχού υδραυλικού, προσέχει ο μεγιστάνας Μέτερι και τον παίρνει υπό την προστασία του. Ο Κόρει δουλεύει στο κτήμα, και κάνει πού και πού και τον σωφέρ του γερουσιαστή Μπονγουίλερ, που υποστηρίζει ο Λίαμ Μέτερι για την προεδρία. Μέχρι που ένα ατύχημα με μια νεαρή κοπέλα-ερωμένη του κόβουν τον δρόμο (οποιαδήποτε ομοιότητα με τον Τέντ Κένεντυ, φαντάζομαι πως δεν είναι τυχαία). Έτσι ο 16χρονος, που δουλεύει σκληρά και χάρη στον ευεργέτη του πηγαίνει στο καλύτερο σχολείο και ξεφεύγει από τη μοίρα του, μπλέκει στην Αμερικάνικη ιστορία. Ίντριγκες της πολιτικής, ηθικά διλήμματα, πλούσιοι που πάτησαν επί πτωμάτων, επικά πάρτυ από τη μια, και η δική του φτωχή και τίμια οικογένεια από την άλλη: δυο γενιές πριν όλοι ήρθαν μαζί στην Αμερική, ο ένας έγινε μεγιστάνας, ο άλλος εργάτης. 

Δεν είναι όλες οι σκηνές ενδιαφέρουσες, ο Κόρει ως αφηγητής έχει μια αμηχανία που δεν σε αφήνει να τον αγαπήσεις. Κυρίως γιατί όλο λέει πως δεν ξέρει και δεν παίρνει ποτέ θέση. Έχει όμως σκηνές μεγάλης λογοτεχνικής ωραιότητας. Και διαπερνά ένα ολόκληρο κομμάτι της αμερικάνικης ιστορίας, μας δίνει μια φέτα του Ονείρου. Που μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη, ή απλά σε συμβιβασμό. 

Οι γυναικείοι χαρακτήρες, η μητέρα της οικογένειας Μέτερει και οι δυο κόρες, αλλά και η 17χρονη δόκιμη δημοσιογράφος στην οποία εξομολογείται ο πενηντάχρονος Κόρει, είναι πιο πολύπλοκοι από τους αντρικούς, μα παραμένουν στη σκιά, δεύτεροι. Ως ένα βαθμό πρόκειται για έναν ύμνο στην Αμερική και ταυτόχρονα σαν μια κραυγή για βοήθεια των υπολοίπων (Αμέρικα Αμέρικα- ο τίτλος εκφράζει τη διττή αίσθηση). Ο Μέτερι μοιάζει λίγο στον μεγάλο Γκάτσμπι, αλλά δεν είναι με την ίδια ανεμελιά επιφανειακός. Κι όσο για το τέλος, δεν δίνει καμία κάθαρση σε όλο αυτό το ξέφρενο όργιο πλούτου και πολιτικής. 

Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, έκανε μεγάλο πάταγο στην Αμερική γιατί μιλάει πιθανότατα με απτό τρόπο στην ψυχή του μέσου (μορφωμένου) Αμερικανού. Από την άλλη έχει κακές στιγμές και κάποιους άνευρους χαρακτήρες, ενώ η άμεση αναφορά σε κάτι χωρίς να το λέει με το όνομά του, με ξένισε. Τα δε ηθικά διλήμματα του ήρωα μοιάζουν κάπως εκ των υστέρων. Δεν πρόκειται για ένα παγκόσμιο αριστούργημα που θα μείνει στους αιώνες, από την άλλη δεν παύει να είναι αξιοδιάβαστο, και να δίνει την αίσθηση μιας αναγνωστικής σκανταλιάς, σαν να βλέπεις ολόκληρη σεζόν από σειρά μονοκοπανιά.



                                                           Κατερίνα Μαλακατέ




"Αμέρικα Αμέρικα", Ίθαν Κέινιν, μετ.Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 569




26/11/19

"Βορινή παραλία", Ιωάννα Ντούμπρου



Η Βορινή παραλία είναι ύπουλο βιβλίο. Στην αρχή νομίζεις πως διαβάζεις μια κλασική ερωτική ιστορία, από αυτές που γράφονται και πωλούνται με τον σωρό. Ένα ζευγάρι, η Γεωργία κι ο Γιώργος, φτάνουν στο νησί Chimera στις Μαλβίδες. Τα πάντα είναι ειδυλλιακά, πάντα βρίσκεται κάποιος να τους εξυπηρετήσει, ένας «Σταν» (έτσι λέει όλους τους εργαζόμενους στο νησί ο Γιώργος). Η πρώτη εβδομάδα περνάει μια χαρά. Η Γεωργία σκέφτεται πως ίσως θα μπορούσε να ζητήσει από τον Γιώργο ένα παιδί, αν και τα δυο χρόνια που είναι μαζί δεν έχουν αναπτύξει καμία ιδιαίτερη επαφή. Αυτή είναι πολύ όμορφη και κομψή, πετυχημένη, στα τριάντα οκτώ, εκείνος είναι πετυχημένος, όμορφος, γυμνασμένος και τριάντα τριών. 

Όλα αλλάζουν όταν στο τέλος των διακοπών τους, ο διευθυντής του ξενοδοχείου τούς κάνει δώρο μια καμπάνα πάνω στο νερό για άλλη μια εβδομάδα. Ο Γιώργος βρίσκει μια παλιά αγάπη κι εξαφανίζεται, κι η Γεωργία μένει να ξεσκεπάσει τις αυταπάτες της. Καθοδηγούμενη από τον διευθυντή του ξενοδοχείου, που φανερά έλκεται από κείνη, βλέπει και τη βορινή παραλία, εκεί που μαζεύονται όλα τα σκουπίδια. Το νησί αποκαλύπτει κάτι από τα μυστικά του, επίπονα, βασανιστικά, χωρίς πια ανεμελιά, στρείδια, και ποτά, αλλά με τσιγάρα στριφτά στη ζούλα. Η Γεωργία καταβυθίζεται, στο νησί και τον εαυτό της— κι ας μην μπορεί τις καταδύσεις. Αυτά που στην αρχή μοιάζουν επίπονα, μετά δεν έχουν καμία σημασία. Αναδύονται όμως στην επιφάνεια άλλοι πόνοι, ουσιαστικοί. Ένα άλλο κορμί, που ζητάει παρηγοριά, το δικό της –πότε τσιγάρα, πότε φαγητό, πότε να το αφήσουν ήσυχο. Και μια φασματική γυναίκα που μοιάζει ύποπτα στην ιλουστρασιόν εκδοχή της. 

«Πες μου, πόσο όμορφη είσαι;» τη ρωτάει συνέχεια ο Γιώργος. Κι αυτό είναι το ερώτημα σε όλο το βιβλίο. Πόσο όμορφη είναι; Τι ξέρει για τον εαυτό της και την ομορφιά της. Τι ξέρει για τις αυταπάτες, τη χλιδή και τα σκουπίδια. Πώς ένα ταξιδάκι αναψυχής-όνειρο ζωής μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ή μάλλον όχι ακριβώς, μετατρέπεται σε ξυπνητήρι αφύπνισης. Η Ιωάννα Ντούμπρου έγραψε ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο, δεν έπεσε στην παγίδα να μιλήσει για όλα όσα την αφορούν –όπως συνήθως στα πρωτόλεια— επικεντρώθηκε στο θέμα της κι έδωσε μια σημερινή ερωτική ιστορία, ιστορία αναζήτησης και αγάπης του εαυτού, που αξίζει να διαβαστεί. 




                                          Κατερίνα Μαλακατέ




"Βορινή παραλία", Ιωάννα Ντούμπρου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.227









21/11/19

"Zero K", Don Dellilo



Μοιάζει κάπως ιερόσυλο να προσπαθήσεις να γράψεις για το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα που στο μυαλό σου είναι ιερό τέρας. Πόσο μάλλον αν αυτός έχει περάσει πια τα ογδόντα και η σκέψη πως μπορεί να μην ξαναγράψει σε τριβελίζει. Τον άκουσα ζωντανά πριν κάποιο καιρό, παραμένει ο λόγος του εντυπωσιακός και απλός, αν και τα βιβλία του έχουν αλλάξει. Από τον Υπόγειο κόσμο και τον Λευκό θόρυβο, τεράστιες σάγκες που ασχολούνται σχεδόν με τα πάντα, έχει περάσει σε πιο λιτές αφηγήσεις, κάπως μονοθεματικές, που εξαντλούν το θέμα και δεν εντυπωσιάζουν τόσο. Το Zero K μοιάζει να είναι φτιαγμένο κι από τα δύο υλικά, δεν είναι λιτό, όπως ας πούμε το Body artist, έχει στιγμές αριστουργηματικής πρόζας— αυτή η κρύα, σχεδόν αποστασιοποιημένα γραφή που τον χαρακτηρίζει είναι σχεδόν κλασική πια– αλλά ασχολείται με το θέμα του διεξοδικά. 

Ένας άντρας, ο Τζεφ, πηγαίνει σε ένα περίεργο κέντρο μέσα στην έρημο, σχεδόν όλο είναι υπόγειο και οι εγκαταστάσεις είναι εντυπωσιακές. Εκεί ο πατέρας του, με τη νυν σύντροφό του, την Άρτις, σχεδιάζουν τον θάνατό της. Η Άρτις πάσχει από μια εκφυλιστική ασθένεια, οπότε επιλέγει τη στιγμή που θα πεθάνει και θέλει το σώμα της να διατηρηθεί με κρυογονική, για να αναγεννηθεί όταν υπάρχει θεραπεία. Ο πατέρας του Τζεφ είναι υγιής, όμως κι αυτός μπαίνει στο πειρασμό να κάνει τη διαδικασία μαζί της. Εξάλλου αυτός χρηματοδοτεί το κέντρο μέσα στην έρημο, είναι πάμπλουτος, αυτοδημιούργητος και παντοδύναμος. Πολύ σύντομα φαίνεται πως δεν κάλεσε τον Τζεφ εκεί μόνο για να πει αντίο στη μητριά του. Θέλει να αναλάβει τις επιχειρήσεις του, ή ίσως και να πάει μαζί τους. Μόνο που τον γιο του τον έχει εγκαταλείψει στα 14 του, κι ο Τζεφ τώρα στα 34 του, βρίσκει όλο τον εαυτό του, να αναπολεί τη στιγμή του θανάτου της μητέρας του. 

Θα μπορούσε να είναι απλώς αγάπη; Όλες αυτές οι απόλυτες λέξεις. Τις άξιζε άραγε ο άντρας με το ψεύτικο όνομα, ο ανεπαρκής σύζυγος, ο απών πατέρας; Κόψε το παραλήρημα, το παράπονο που φουντώνει μέσα σου, είπα στον εαυτό μου. Ένας άνθρωπος με τα δικά του μέσα επιλέγει να γίνει κατεψυγμένο δείγμα μέσα σε μια κάψουλα σε κάποιες αποθηκευτικής εγκαταστάσεις, είκοσι χρόνια πριν την ώρα του. 

Η σκηνή που ο Τζεφ φτάνει στην έρημο είναι εντελώς ντελιλική. Κάποιος βρίσκεται σε ένα άγνωστο μέρος, που μοιάζει φοβερά τρομακτικό, με κλειστές πόρτες. Αλλά και ο τρόπος που χειρίζεται τη θνητότητα και το θάνατο είναι ενδιαφέρων. Ο πατέρας του Τζεφ δεν είναι σίγουρο πως θέλει να ακολουθήσει τη μητριά του μόνο από αγάπη, έχει και μια διεστραμμένη ελπίδα αθανασίας, την αίσθηση πως η παντοδυναμία του μπορεί να επεκταθεί και στον θάνατο. Μετά υπαναχωρεί. Η ζωή μετά το θάνατο, ή ο θάνατος για τη ζωή ή τελικά η ίδια η ζωή που μοιάζει αβίωτη χωρίς την ελπίδα. Ο θεός που μπορεί να είναι η επιστήμη, κι αν είναι ψευδοεπιστήμη. Κι η ζωή στην καθημερινότητά της, με θέματα πιο απλά, γονεϊκών σχέσεων και επικοινωνίας. 

Ο Ντελίλλο χειρίζεται όλα αυτά τα ζητήματα με τον δικό του μετά-μετάμοντέρνο τρόπο, με τη λιτότητα της γλώσσας που είναι το σήμα καατεθέν του, κι έχει κι εδώ κομμάτια που μένουν στη μνήμη για πάντα. Το Zero K δεν είναι σε καμία περίπτωση το αγαπημένο μου βιβλίο του, έχει οριακά στιγμές που πλατειάζει, ίσως και λίγο να ηθικολογεί. Εδώ το περιώνυμο χιούμορ του μοιάζει να τον εγκαταλείπει. Παρόλα δεν σε αφήνει να ανασάνεις, και παραμένει ένα μυθιστόρημα που θυμίζει την ιδιοφυΐα του συγγραφέα από τα παλιά.


                                                  Κατερίνα Μαλακατέ


"Zero K", Ντον ΝτεΛίλο, μετ. Λαμπρινή Κουζέλη, εκδ. Εστία, 2019, σελ. 310

14/11/19

"Μηχανές σαν κι εμένα", Ian McEwan


Είμαι τακτική αναγνώστρια του Ίαν ΜακΓιούαν, τον ακολουθώ αρκετά χρόνια και γι' αυτό διάβασα το Μηχανές σαν κι εμένα σχεδόν μόλις το είδα στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Για να είμαι ειλικρινής, με γοήτευσε και το θέμα, η επιστημονική φαντασία είναι σταθερά στις προτιμήσεις μου, από τότε που ξεκοκκάλιζα τον παππού Ισαάκ Ασίμωφ στην εφηβεία. Με ιντριγκάρισε που ένας συγγραφέας που δεν έχει δοκιμαστεί στο είδος αποφάσισε να φτιάξει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο ΜακΓιούαν- παρ’ όλη την αγάπη που του έχω- είναι άνισος, έχει γράψει αριστουργηματικά βιβλία όπως η Έμμονη Αγάπη, η Εξιλέωση, τα Μαύρα σκυλιά αλλά και μετριότατα όπως το Σόλαρ. Στις Μηχανές, τα πράγματα είναι μοιρασμένα, έχει αριστοτεχνικές σκηνές, από εκείνες που θυμάσαι, με χιούμορ και βαθιά νοήματα, κι άλλες που φαίνεται καθαρά πως δεν μπορεί να χειριστεί τόσες πληροφορίες μαζεμένες. 

Ο Τσάρλι, ο κεντρικός ήρωας, είναι ένας μάλλον αποτυχημένος τριαντάρης ανθρωπολόγος, που αρνείται να πιάσει δουλειά πλήρους απασχόλησης και βιοπορίζεται μερικώς παίζοντας στο χρηματιστήριο από έναν πανάρχαιο υπολογιστή στο σπίτι του. Με τα τελευταία λεφτά που κληρονομεί από μια θεία του, αντί να πάρει ένα σπίτι, αγοράζει ένα από 13 ανθρωπόμορφα ρομπότ που μόλις κυκλοφόρησαν. Έχουν βασιστεί στις τεχνολογίες που ανέπτυξε ο Άλαν Τούρινγκ- που εν έτει 1982 είναι η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα της εποχής και ζει με τον σύντροφό του ευτυχής (!). Ο Τσάρλι προγραματίζει το ανδροειδές του με τη βοήθεια της όμορφης εικοσάχρονης γειτονοπούλας, Μιράντα, και σύντομα αντιλαμβάνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Έτσι αρχίζουν να ζουν μαζί, ο Τσάρλι, η Μιράντα και το ρομπότ, ο Αδάμ. Περίπου σαν οικογένεια.

Μόνο που ο Αδάμ δεν είναι παιδί και δεν είναι άνθρωπος. Ήδη από την πρώτη στιγμή λέει στον Τσάρλι να προσέχει το παρελθόν της Μιράντα. Τα πραγματικά προβλήματα όμως αρχίζουν όταν ο Αδάμ ολοκληρώνει την προσωπικότητά του, πιστεύει πως έχει συνείδηση και αισθήματα- νιώθει συμπάθεια, αντιπάθεια, έρωτα. Τότε μπαίνουν θέματα ηθικών αποφάσεων. Τι είναι ή δεν είναι ηθικό για έναν άνθρωπο. Τι είναι νόμιμο. Πώς μαθαίνει ένα παιδί, πώς μαθαίνει ένα ρομπότ χωρίς προσωπική ιστορία, μπορούν τα ανδροειδή να ερωτευόνται; Έχουν συνείδηση, με ποιον τρόπο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και πώς θα αλλάξουν τον κόσμο.

Όλα αυτά τα ερωτήματα τα έχουν θέσει ο Φίλιπ Ντικ, ο Ασίμωφ κι οι υπόλοιποι μάστερς της επιστημονικής φαντασίας πολλά χρόνια πριν- και το έκαναν καλύτερα. Ο ΜακΓιούαν φαίνεται να αγνοεί τον βασικό κανόνα του είδους, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι αλλαγές στην Ιστορία δίνονται με μικρές πινελιές μέσα στην πλοκή. Αντίθετα εδώ βλέπουμε σελίδες ολόκληρες αφιερωμένες στο τι είναι "αλλιώς". Κι αυτό ενέχει πάντα μια παγίδα, να γίνει το δυστοπικό φόντο ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, και να χαθεί το ενδιαφέρον για τους ήρωες. 

Η εποχή, το 1982, είναι πολύ ενδιαφέρουσα πολιτικά, τα πολλαπλά ιστορικά "τι θα γινόταν αν"- τα Φόκλαντς, η Θάτσερ μπαίνει σε εκλογική αναμέτρηση με τον Τόνυ Μπεν, τι θα γινόταν αν ζούσε ο Τούρινγκ- έχουν πλάκα. Δεν είναι σίγουρα το πιο εμπνευσμένο βιβλίο από αυτά που που διερευνούν τη σχέση ανθρώπου και ανθρωπόμορφης μηχανής. Δεν είναι, ακόμα ακόμα, το καλύτερο μυθιστόρημα του. Είναι όμως ένα καλογραμμένο βιβλίο, που θυμίζει την σκοτεινή, παλαιότερη εποχή του, με αρκετές δόσεις χιούμορ, και μια κυνικότητα καθαρά βρετανική. Κι αξίζει να διαβαστεί.



                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ





"Μηχανές σαν κι εμένα", Ίαν ΜακΓιούαν, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.416














30/10/19

"Κοκκινοσκουφίτσα πόλη", Asli Erdoğan



Η κοκκινοσκουφίτσα πόλη της Ασλί Ερντογάν είναι ένα βίαιο βιβλίο για τη μοναξιά, ένα βιβλίο που διερευνά αν και κατά πόσον η αγριότητα εκτός περνά και με πόση ένταση εντός μας. Αυτό που συγκλονίζει τον αναγνώστη είναι πως μετά από λίγο μετέχει με όλες του τις αισθήσεις σε αυτά που περνά η ηρωίδα, μυρίζει, γεύεται, βλέπει, ακούει και αισθάνεται.

Η Οζγκύρ είναι ένα κορίτσι από την Τουρκία που αποφασίζει για αδιευκρίνιστους λόγους να ζήσει στο Ρίο, στην άλλη πλευρά της γης. Γρήγορα συνειδητοποιεί πόσο αβίωτη είναι η ζωή στην πόλη- οι δουλειές που της υποσχέθηκαν απέτυχαν, και ζει από τα ελάχιστα χρήματα που βγάζει ως καθηγήτρια Αγγλικών, τριγυρνά απένταρη, μονίμως πεινασμένη και εντελώς μόνη στους δρόμους, μες στο καλοκαίρι και στον καύσωνα, μες στις φαβέλες και τους πυροβολισμούς. Θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στην Τουρκία, η μητέρα της την περιμένει, εκεί έχει χειμώνα και δεν έχει ζέστη, εκεί έχει δουλειά και φαγητό. Εκείνη ούτε που σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο. Έχει τα τετράδια της, και γράφει ένα βιβλίο, την Κοκκινοσκουφίτσα πόλη 

Το μυθιστόρημα είναι ερμητικό, δεν σε αφήνει να καταλάβεις τι κάνει αυτή τη γυναίκα να αφήνεται να υποφέρει, να αφήνεται στη φθορά, την εξωτερική βία, τη σεξουαλική μοναξιά. Μοιάζει η Τουρκία μέσα της να έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με τον ανεξέλεγκτο ρυθμό του Ρίο. Το βιβλίο είναι και δεν είναι για την πόλη, είναι και δεν είναι για την Οζγκύρ. Σίγουρα πάντως μιλάει για το ανθρώπινο υπαρξιακό αδιέξοδο με όρους απτούς. Το Ρίο γίνεται η ψυχή της γυναίκας, μόνο μέσα από αυτό μπορεί να εκφραστεί η ματαίωση, η έλξη και η απώθηση για την ομορφιά, η βίαιη σχεδόν σεξουαλική πείνα για ζωή και ταυτόχρονα η γοητεία της φθοράς και του θανάτου. 

Το κείμενο είναι πολυεπίπεδο, το κείμενο μέσα στο κείμενο μερικές φορές αντιδρά σε αυτό που περιγράφεται, κάποτε διαφωνεί. Το Ρίο θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε πόλη; Γιατί την επέλεξε η μεσανατολίτισσα ηρωίδα που ονειρεύεται κεμπάπ και μελιτζανοσαλάτες ενώ τρώει λιγδερά μπουρίτο; Η φτώχεια είναι μέσα ή έξω μας, μπορείς να ξεφύγεις; Δεν μπορείς. Αγάπησα το βιβλίο της Ερντογάν, σε πολλά σημεία αναρωτήθηκα αν είναι ή δεν είναι αυτοβιογραφικό, ταυτίστηκα κι έπειτα θεώρησα πως εγώ δεν έχω κανένα κοινό στοιχείο με αυτό το αυτοκαταστροφικό πλάσμα. Η λύτρωση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι εδώ. Πού και πού πρέπει να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει, μήπως βρούμε τη δική μας. 



                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



"Κοκκινοσκουφίτσα πόλη", Ασλί Ερντογάν, μετ. Ανθή Καρρά, εκδ. Ποταμός, 2019, σελ. 239










Υ.Γ. Η Ασλί Ερντογάν στην Τουρκία φυλακίστηκε και διώχτηκε για τα βιβλία και τα άρθρα της. Τώρα ζει εξόριστη στη Γερμανία. 

21/10/19

"Το Φωτάκι", Antonio Moresco






Ο Αντόνιο Μορέσκο, άγνωστος στην Ελλάδα, στην Ιταλία είναι ένας συγγραφέας που ξεχωρίζει. Εβδομηντά δύο ετών πια, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο μόλις το 1993 στα 47, μετά από απανωτές απορρίψεις από εκδότες και προκαλώντας τη μήνι του εκδοτικού κατεστημένου. Η φιγούρα του, σχεδόν ασκητική, έρχεται σε αντίθεση με τον εντυπωσιακό όγκο κειμένων που έχει στο ενεργητικό του- πάνω από τριάντα βιβλία, συμπεριλαμβανομένου του επιβλητικού, τεράστιου, τρίτομου «Παιχνίδια της αιωνιότητας». Ο Μορέσκο γράφει μετα-μεταμοντέρνα, κρυπτικά, τα βιβλία του συχνά απαιτούν δεύτερη και τρίτη ανάγνωση, είναι αυτοβιογραφικά και δεν είναι, ασχολούνται με τα μεγάλα και υπερβατικά, μοιάζουν ακατανόητα και λαβυρινθώδη. 

Το Φωτάκι είναι το πρώτο μυθιστόρημά του που εκδίδεται στα ελληνικά. Κι αν ο πειρασμός να το διαβάσει κανείς μέσα σε ένα μόνο απόγευμα είναι μεγάλος, με λίγη αυτοσυγκράτηση το κείμενο ξεδιπλώνεται σε όλο του το μεγαλείο και σε περικυκλώνει. 

Ο ανώνυμος αφηγητής ζει απομονωμένος σε ένα βουνό, η μόνη του επαφή με τους ανθρώπους είναι όταν χρειάζεται τρόφιμα. Ακόμα και τότε ανταλλάσσει ελάχιστες κουβέντες με τους άλλους. Μιλά πιο πολύ με άλλα πλάσματα, με έναν σκύλο που τον ακολουθεί, με τις μέλισσες και τα πουλιά, με τις εναέριες ρίζες των δέντρων. 

- Γιατί γεννηθήκατε εκεί πάνω κι όχι στη γη; Ρωτάω, φωνάζω, για να με ακούσουν εκεί ψηλά, σ’ εκείνη τη σιωπηλή φυτική απεραντοσύνη που κάνει την ηχώ της φωνής μου να επιστρέφει. Γεννηθήκατε πράγματι εκεί, από την αρχή κιόλας, ή ήσασταν κι εσείς μέσα στη γη, όπως όλες οι άλλες ρίζες, και μετά, άγνωστο για ποιο λόγο, αρχίσατε να μετακινείστε όλο και ψηλότερα, μέχρι να εγκατασταθείτε κατευθείαν μέσα στο χώρο; 

Ώσπου, πάνω ψηλά παρατηρεί ένα φωτάκι. Το φωτάκι είναι σταθερό, κάθε μέρα ανάβει την ίδια ώρα. Στην αρχή πιστεύει πως είναι κάποιος εξωγήινος, επισκέπτεται μάλιστα τον ειδικό της περιοχής στις εξωγήινες επαφές, που το καταγράφει. Αλλά τελικά όταν βρίσκει το κουράγιο να πάει ως εκεί πάνω, η αλήθεια είναι διαφορετική. Το φωτάκι το ανάβει ένα παιδί.


Το Φωτάκι, που στα βασικά συστατικά του μοιάζει στο Πέδρο Πάραμο, είναι ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες, τριγυρνά και στο μυαλό του αναγνώστη, δεν δίνει εύκολες απαντήσεις- ή ίσως δεν δίνει καθόλου απαντήσεις. Τι κάνει ο αφηγητής μόνος του εκεί πάνω; Τι είναι αυτό που τον απομονώνει. Τι τον δένει με το παιδί και πόσα είναι τα πολλαπλά μας είδωλα. Τι σκέψεις έχει για τη ζωή, τον θάνατο, και την απεραντοσύνη του κόσμου; Δεν μαθαίνουμε. Όμως αργά, μάλλον στη δεύτερη ανάγνωση, το βιβλίο σε παρασύρει σε δικά σου συμπεράσματα, βασανιστικά κι ίσως μια ιδέα λυτρωτικά, για το υπαρξιακό μας χάος∙ κι εκείνο το φωτάκι ψηλά στο βουνό που μπορεί με κάποιο τρόπο να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη. 



                                                       Κατερίνα Μαλακατέ



«Το Φωτάκι», Αντόνιο Μορέσκο, μετ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 156